Έκπληξη και προβληματισμό προκαλούν τα ευρήματα νέας, διεθνούς έρευνας, που αποκάλυψαν ότι ένας στους 10 ασθενείς υπό γενική αναισθησία (ολική νάρκωση) είναι ικανός να ανταποκριθεί σε εντολές.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα νέα ευρήματα ρίχνουν φως στο φαινόμενο που είναι γνωστό ως «συνδεδεμένη συνειδητότητα». Πρόκειται για μία κατάσταση κατά την οποία ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ολική νάρκωση είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε εξωτερικά ερεθίσματα – με απλά λόγια έχουν συνειδητή επαφή με το περιβάλλον.  Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, αδυνατούν να θυμηθούν οτιδήποτε μετά το πέρας της αναισθησίας – δηλαδή όταν ξυπνήσουν.

Σε προηγούμενες μελέτες είχε διαπιστωθεί ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται σε περίπου 5% των περιπτώσεων ολικής νάρκωσης. Μετά τη νέα έρευνα, ωστόσο, οι ερευνητές ανησυχούν ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει πιο συχνά.

Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο British Journal of Anaesthesia, είναι η μεγαλύτερη διεθνής μελέτη στο είδος της, περιλαμβάνοντας 338 συμμετέχοντες από 10 διαφορετικά νοσοκομεία ανά τον κόσμο.

Στο πλαίσιο της μελέτης, ερευνήθηκαν περιπτώσεις ασθενών ηλικίας μεταξύ 18 και 40 ετών, που βρίσκονταν υπό ολική νάρκωση. Με σκοπό να διαπιστώσουν εάν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε εντολές, οι ερευνητές τους έκαναν μια σειρά από ερωτήσεις, ενώ ταυτόχρονα ήλεγχαν εάν οι ασθενείς μπορούσαν να απαντήσουν σε προφορικές εντολές, όπως «πίεσε το χέρι μου» ή «πίεσε το χέρι μου δύο φορές εάν αισθάνεσαι πόνο».

Προέκυψε ότι 1 στους 10 ασθενείς ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε εντολές μετά τη διασωλήνωσή του, αλλά πριν ξεκινήσει το χειρουργείο. Επιπλέον, περίπου οι μισοί από αυτούς που ανταποκρίθηκαν, διαβεβαίωσαν ότι αισθάνονταν πόνο. Εξ αυτών, κανένας δεν μπόρεσε να ανακαλέσει αυτή την εμπειρία μετά το πέρας του χειρουργείου. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η περίπτωση ενός ασθενή, που ανέφερε πως θυμόταν με ακρίβεια την εμπειρία του χειρουργείου μετά το πέρας της διαδικασίας.

Ένα εύρημα που εξέπληξε τους ερευνητές ήταν ότι η πιθανότητα να ανταποκριθεί ο ασθενής μετά την ολική αναισθησία ήταν τρεις φορές μεγαλύτερη στις γυναίκες.

Σημειώνεται ότι υπάρχουν αρκετοί τρόποι να χορηγηθεί αναισθησία, με σκοπό να γίνει στη συνέχεια η διασωλήνωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χορηγείται στους ασθενείς μία μόνο δόση αναισθητικού και ένα ακόμη παραλυτικό φάρμακο.

Οι μελετητές ανακάλυψαν ότι, διατηρώντας ένα συνεχές επίπεδο αναισθησίας, μειώνονταν οι πιθανότητες να παρουσιάσουν οι ασθενείς ανταπόκριση κατά τη διάρκεια του χειρουργείου.

«Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από την έρευνα μας δίνουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο της συνδεδεμένης συνειδητότητας. Οι ασθενείς αναμένουν ότι, μετά τη χορήγηση της αναισθησίας, δεν θα έχουν τις αισθήσεις τους και δεν θα αισθάνονται πόνο», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ και αναισθησιολόγος στο Νοσοκομείο Royal Prince Alfred, Robert Sanders. «Επιπλέον, καθησυχαστική είναι η διαπίστωση ότι, εάν τα αναισθητικά φάρμακα συνέχιζαν να χορηγούνται τακτικά το διάστημα μεταξύ της πρώτης δόσης της νάρκωσης και της διασωλήνωσης, η πιθανότητα να ανταποκριθεί ο ασθενής σε εντολές κατά τη διάρκεια του χειρουργείου μειωνόταν σημαντικά», συμπλήρωσε ο ίδιος.

«Η έρευνα υπογραμμίζει, επιπλέον, τη σημασία του να κατανοήσουμε πώς διαφορετικοί άνθρωποι ανταποκρίνονται στην αναισθησία. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σχετικά με τις βιολογικές διαφορές που μπορούν να επηρεάσουν την απόκριση στα φάρμακα της αναισθησίας και ιδιαίτερα το ρόλο που παίζει το φύλο», τόνισε ο δρ. Sanders.

Ο επικεφαλής εισηγητής, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αναισθησιολογίας της Σχολής Ιατρικής και Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Wisconsin, Richard Lennertz υποστήριξε ότι: «Είναι σημαντικό να δώσουμε έμφαση στην ασφάλεια που πρέπει να διέπει την αναισθησία. Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη να εξασφαλίσουμε στον ασθενή ασφάλεια, αλλά και μία γενικότερη βελτίωση στις παροχές υγείας».

Τέλος, η Δρ. Amy Gaskell, συνεργάτης από το Νοσοκομείο Waikato της Νέας Ζηλανδίας σχολίασε: «Στην παρούσα μελέτη επιβεβαιώσαμε ότι η συνδεδεμένη συνειδητότητα συμβαίνει αρκετά συχνά μετά τη διασωλήνωση, ιδιαίτερα σε νεότερους ασθενείς. Ταυτοποιήσαμε μία διαφοροποίηση σχετικά με το χρόνο της διασωλήνωσης, η οποία θα μπορούσε να εξηγεί μερικές από τις περιπτώσεις απόκρισης. Το υψηλό ποσοστό των γυναικών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο και επιθυμούμε να διερευνήσουμε περισσότερο τους λόγους πίσω από αυτό».

Διαβάστε ακόμη:

Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου: Έρευνα αποκαλύπτει νέα θεραπεία

Στένωση αορτής: Το κατάλληλο timing για την αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας

Βαρηκοΐα: Νέα έρευνα αναγεννά ελπίδες για αποτελεσματική θεραπεία