Η λήψη εισπνεόμενων αντιβιοτικών για τη θεραπεία λοιμώξεων του κατώτερου αναπνευστικού μπορεί να μειώσει σημαντικά το ζήτημα της μικροβιακής αντοχής διαπίστωσε μία ερευνητική ομάδα από τα Πανεπιστήμια του Μπρίστολ και του Μπαθ.

Συγκεκριμένα, οι μελετητές ισχυρίστηκαν ότι η χρήση αυτών των αντιβιοτικών μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των ανθεκτικών μικροβίων. Τα νέα ευρήματα είναι σημαντικά, καθώς οι οξείες λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος είναι η πιο κοινή πάθηση που αντιμετωπίζεται στην πρωτοβάθμια περίθαλψη παγκοσμίως, ενώ τα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά στελέχη είναι η κύρια αιτία θανάτων από αντιμικροβιακά φάρμακα.

Σημαντικό είναι, επίσης, να αναφερθεί ότι, στο 50% των περιπτώσεων λοίμωξης, η χορήγηση των διά του στόματος αντιβιοτικών κρίνεται ακατάλληλη, με αποτέλεσμα η πρακτική αυτή να συμβάλλει τόσο στη σπατάλη φαρμάκων, όσο και στην ανάπτυξη της μικροβιακής αντοχής.

Στο σχετικό άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο The Lancet Respiratory Medicine, οι ερευνητές εισηγήθηκαν τη χρήση των εισπνεόμενων αντιβιοτικών ως μία αποτελεσματική μέθοδο θεραπείας στους ασθενείς πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ιδιαίτερα εκείνων που πάσχουν από μακροχρόνιες πνευμονικές παθήσεις, όπως το άσθμα και η ΧΑΠ (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια).

Επισημαίνεται ότι οι ασθενείς αυτοί είναι ήδη εξοικειωμένοι με τη χρήση συσκευών εισπνοής, επομένως τα εισπνεόμενα αντιβιοτικά θα μπορούσαν να προσφέρουν υψηλότερες συγκεντρώσεις σε μικρότερες δόσεις από ό,τι όταν λαμβάνονται από το στόμα, και, κατ’ επέκταση, να προκαλέσουν μικρότερη βλάβη.

Ο επικεφαλής της μελέτης και καθηγητής στο Κέντρο Ακαδημαϊκής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, Alastair Hay, δήλωσε: «Η επιστημονική βάση για τη χρήση εισπνεόμενων αντιβιοτικών είναι ακόμη ελλιπής, ωστόσο τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα στις περιπτώσεις θεραπείας οξέων λοιμώξεων του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος. Είναι ζωτικής σημασίας να εξετάσουμε όλες τις πιθανές οδούς για τη μείωση της μικροβιακής αντοχής, η οποία παραμένει μια σημαντική απειλή για τη δημόσια υγεία παγκοσμίως».

Ο ίδιος τόνισε: «Μπορεί να προκληθεί μεγάλη ζημιά μέσω της ακατάλληλης χρήσης αντιβιοτικών διά του στόματος, συμπεριλαμβανομένων παρενεργειών όπως διάρροια, έμετος, δερματικά εξανθήματα και βλάβη σε υγιή βακτήρια του εντέρου που καταστρέφονται αδιακρίτως, επιτρέποντας την ανάπτυξη ανθεκτικών βακτηρίων. Τα εισπνεόμενα αντιβιοτικά θα μπορούσαν να μειώσουν τις παρενέργειες καθώς και το μέγεθος της αντιμικροβιακής αντοχής, διασφαλίζοντας ότι αντιμετωπίζεται μόνο το προσβεβλημένο μέρος του σώματος».

«Καλούμε τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να διαθέσουν κεφάλαια σε εταιρείες, για να αναπτύξουν νέα συστήματα χορήγησης φαρμάκων, ώστε οι ασθενείς να μπορούν να μειώσουν τη λήψη αντιβιοτικών από το στόμα και έτσι να μειώσουν τους κινδύνους εμφάνισης παρενεργειών και απόκτησης ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων», κατέληξε ο καθηγητής.

Διαβάστε ακόμη:

Αντίσταση στα αντιβιοτικά: Πλάνο κατά των ανθεκτικών μικροβίων – 8 γρ. φυτικές ίνες αρκούν

Τα δημοφιλή χάπια που αναστατώνουν τις γυναικείες ορμόνες

Ένα βήμα πιο κοντά σε νέα αντιβιοτικά με λιγότερες παρενέργειες