Η έκθεση στον ήλιο βοηθά τον οργανισμό να συνθέσει την πολύτιμη για το οστά βιταμίνη D. Όταν όμως τα επίπεδα της συγκεκριμένης βιταμίνης στον οργανισμό είναι χαμηλά δεν κινδυνεύουν μόνο τα οστά, αλλα και η υγεία της καρδιάς σύμφωνα με νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο European Heart Journal.

Στην πρώτη έρευνα αυτού του είδους οι ερευνητές από το Αυστραλιανό Κέντρο Ιατρικής Ακριβείας UniSA το οποίο ανήκει στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Υγεία της Νοτίου Αυστραλίας (SAHMRI) εντόπισαν γονιδιακές αποδείξεις του ρόλου της ανεπάρκειας βιταμίνης D στην πρόκληση καρδιαγγειακών νόσων.

Η έρευνα έδειξε ότι οι άνθρωποι με ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν καρδιαγγειακές νόσους και υπέρταση συγκριτικά με όσους έχουν φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D. Για τους συμμετέχοντες με τις μικρότερες συγκεντρώσεις της εν λόγω βιταμίνης ο καρδιαγγειακός κίνδυνος ήταν παραπάνω από διπλάσιος συγκριτικά με όσους είχαν φυσιολογικές συγκεντρώσεις.

Οι χαμηλές συγκεντρώσεις της βιταμίνης D είναι συχνό φαινόμενο σε πολλά μέρη του κόσμου με τα στοιχεία της βρετανικής Biobank να δείχνουν ότι το 55% των συμμετεχόντων έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D (<50 nmol/L) και το 13% έχουν σοβαρή ανεπάρκεια (<25 nmol/L).

Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D καταγράφονται στο 23% των ατόμων στην Αυστραλία, το 24% στις ΗΠΑ και το 37% στον Καναδά, ενώ στη χώρα μας εκτιμάται ότι έως και 18% του πληθυσμού έχει σοβαρότατη ανεπάρκεια βιταμίνης D.

Σύμφωνα με την κύρια ερευνήτρια καθηγήτρια του UniSA Elina Hyppönen η αποτίμηση του ρόλου της βιταμίνης D στην καρδιαγγειακή υγεία θα μπορούσε να συμβάλλει στον καλύτερο έλεγχο αυτών των νόσων παγκοσμίως.

«Η σοβαρή ανεπάρκεια είναι σχετικά σπάνια, αλλά σε περιβάλλοντα όπου συμβαίνει αυτό είναι πολύ σημαντικό να λειτουργούμε προληπτικά ώστε να αποφύγουμε τις αρνητικές επιπτώσεις στην καρδιά. Για παράδειγμα, η ανεπάρκεια μπορεί να είναι πρόβλημα για άτομα που ζουν σε ιδρύματα και έχουν περιορισμένη έκθεση στον ήλιο», εξηγεί η καθηγήτρια Hyppönen.

Η ερευνήτρια επισημαίνει ότι παρότι η βιταμίνη D περιέχεται σε τροφές όπως λιπαρά ψάρια, αυγά και ενισχυμένα τρόφιμα, εντούτοις η πρόσληψή της μέσω της διατροφής δεν εγγυάται την επάρκειά της στον οργανισμό. Εάν μάλιστα η έκθεση στον ήλιο είναι περιορισμένη, τότε μπορεί να χρειαστεί η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D.

«Τα αποτελέσματά μας είναι συναρπαστικά καθώς υποδηλώνουν ότι εάναυξήσουμε τα επίπεδα της βιταμίνης D εντός φυσιολογικών ορίων, θα επηρεάσουμε και τα ποσοστά καρδιαγγειακής νόσου. Στον πληθυσμό της μελέτης μας, αυξάνοντας τα επίπεδα της βιταμίνης  D στα άτομα με ανεπάρκεια κατά τουλάχιστον 50 nmol/L, υπολογίζουμε ότι το 4,4% όλων των  καρδιαγγειακών συμβαμάτων  θα μπορούσε να αποτραπεί» εξηγει η Δρ Elina Hyppönen.

Αυτή η μεγάλης κλίμακας Μενδελιανή μελέτη χρησιμοποίησε μια νέα γενετική προσέγγιση που επέτρεψε στην επιστημονική ομάδα να εκτιμήσει με ποιο τρόπο τα αυξανόμενα επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν να επηρεάσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο με βάση το πόσο υψηλά ήταν τα πραγματικά επίπεδα βιταμίνης D των συμμετεχόντων. Η μελέτη αξιολόγησε δεδομένα 267.980 ατόμων που οδηγησαν σε ισχυρά στατιστικά στοιχεία για τη σχέση μεταξύ ανεπάρκειας βιταμίνης D και καρδιαγγειακής νόσου.

Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος εκτιμάται ότι μειώνεται σημαντικά στα άτομα όπου αναπληρώνονται τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D γι’αυτό και οι ερευνητές εμφανίζονται αισιόδοξοι για τις ευεργετικές επιδράσεις της εξάλειψης της ανεπάρκειας της βιταμίνης D στον πληθυσμό.

 

Διαβάστε ακόμη

Βιταμίνη D: Έξι πολύτιμα tips για να μην μας λείψει

Κορωνοϊός: Πώς βοηθάει η βιταμίνη D στη μάχη με τον ιό;

Βιταμίνη D: Σύμμαχος στη θεραπεία της πολυανθεκτικής φυματίωσης