Υπογράφουν: Μαρία-Νίκη Γεωργαντά, Μαρία Κοτοπούλη

Οι παιδιατρικές μεταμοσχεύσεις είναι μια ελληνική «πληγή». Περίπου 15 – 20 παιδιά κάθε χρόνο στη χώρα μας χρειάζονται μεταμόσχευση, με τη συντριπτική πλειονότητα αυτών να μεταβαίνουν στο εξωτερικό. Όσες, σωτήριες επεμβάσεις σε μικρούς ασθενείς, πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, αφορούν σε μεταμοσχεύσεις νεφρού από ζώντες δότες στα νοσοκομεία «Λαϊκό» στην Αθήνα και «Ιπποκράτειο» στη Θεσσαλονίκη, ενώ πραγματοποιούνται και λίγες μεταμοσχεύσεις καρδιάς στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο.

Δεν είναι, όμως, μόνο η Ελλάδα που είναι αντιμέτωπη με εμπόδια και προκλήσεις όσον αφορά στις παιδιατρικές μεταμοσχεύσεις. Ένα «πλατό», μια στάσιμη κατάσταση έχει δημιουργηθεί και σε άλλες χώρες. Τις προκλήσεις στις παιδιατρικές μεταμοσχεύσεις, καθώς και τις επιστημονικές εξελίξεις ώστε να αυξηθούν τα ποσοστά μιας ζωής χωρίς προβλήματα υγείας μετά τη μεταμόσχευση συζήτησαν χθες εξέχοντες επιστήμονες του χώρου, κατά τη διάρκεια της δεύτερης διαδικτυακής εκδήλωσης για τις μεταμοσχεύσεις που διοργάνωσε το απόγευμα το Ίδρυμα Ωνάση.

Ανοίγοντας την εκδήλωση ο πρόεδρος του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, κ. Ιωάννης Μπολέτης, σημείωσε την συστηματική από πέρυσι αύξηση της δωρεάς οργάνων στην Ελλάδα από αποβιώσαντα δότη, γεγονός που δημιουργεί αισιοδοξία για αύξηση του μεταμοσχευτικού ρυθμού στη χώρα μας.

Στο σύντομο χαιρετισμό του ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ), κ. Γιώργος Παπαθεοδωρίδης, τόνισε ότι ο απόλυτος αριθμός των δοτών είναι ακόμη χαμηλός στην Ελλάδα. Επίσης, όπως είπε, ακόμη και εάν αυξανόταν κατά πολύ ο αριθμός, δεν θα άλλαζαν πολλά σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις στα παιδιά που είναι απαιτητικές, πολύπλοκες και απαιτούν μεγάλη εξειδίκευση.

Yuk Law: «Να επεκταθεί η δεξαμενή των δοτών»

Τη συνάντηση των κρίσιμων καμπυλών, αυτή της επιβίωσης και εκείνη της ολοκληρωμένης ζωής, το «ασύμπτωτο» όπως το ανέφερε, στην παιδιατρική μεταμόσχευση καρδιάς εξέτασε με την ομιλία του ο Ιατρικός Διευθυντής Καρδιακής Ανεπάρκειας και Μεταμοσχεύσεων, Καθηγητής Παιδιατρικής στο Νοσοκομείο Παίδων του Σιάτλ στις ΗΠΑ, Yuk Law.

Σύμφωνα με τον ίδιο, εδώ και δέκα χρόνια οι ΗΠΑ είναι στο ίδιο σημείο σε σχέση με τις παιδιατρικές μεταμοσχεύσεις καρδιάς και χρειάζεται ακόμη δρόμος για να καλυφθεί πλήρως η καλύτερη έκβαση μιας μεταμόσχευσης. «Οι έφηβοι έχουν καλύτερα αποτελέσματα γιατί μπορούν να πάρουν μόσχευμα από ενήλικα. Τι πρέπει να κάνουμε; Να επαναπρογραμματίσουμε το ανοσοποιητικό σύστημα», σημείωσε.

Όπως ανέφερε ο Καθηγητής Law, στοίχημα είναι να «κάνουμε τους ασθενείς πιο υγιείς» στο διάστημα του ενός έτους από την αναμονή στη μεταμόσχευση. Μάλιστα, ανέφερε παράγοντες για τη βελτίωση της έκβασης. Τέτοιοι είναι η καλύτερη μηχανική υποστήριξη του κυκλοφορικού, η χρήση συσκευών μετά τη μεταμόσχευση, η καλύτερη διαχείριση των ΜΕΘ – πλέον είναι περισσότεροι οι εκπαιδευμένοι καρδιολόγοι και οι εντατικολόγοι, καθώς η επέκταση της δεξαμενής των δοτών.

Burkhard Tönshof: Πώς θα μειώσουμε τις απορρίψεις μοσχευμάτων

Μια εξακολουθητική βελτίωση στις μεταμοσχεύσεις νεφρού σε παιδιατρικούς ασθενείς καταγράφηκε από το 1985 έως το 2000. Έκτοτε, όμως, δεν παρατηρείται καμία σημαντική πρόοδος, όπως υπογράμμισε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ο Καθηγητής Παιδιατρικής και Παιδιατρικής Νεφρολογίας στο Πανεπιστημιακό Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Χαϊδελβέργης στη Γερμανία, Burkhard Tönshof.

Η λήψη μοσχευμάτων από ζώντες δότες φαίνεται πως έχει καλύτερα αποτελέσματα. Όπως ανέφερε ο Καθηγητής, νεφροί από συγγενείς επιβιώνουν περίπου 44,5 χρόνια, έναντι 18 ετών που επιβιώνουν από αποβιώσαντες δότες.

Ο κ. Tönshof τόνισε τη σημασία να αναπτυχθούν προσεγγίσεις που θα μειώνουν τις απορρίψεις μοσχευμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ασθενείς με οξεία μεσολαβούμενη από αντισώματα απόρριψη (ABMR) σε ποσοστό 25% έχουν απορρίψει το μόσχευμα μετά από δύο χρόνια. Επιπλέον, ο Καθηγητής σημείωσε τη μεγάλη πιθανότητα για συννοσηρότητες. Ενδεικτικά, η πιθανότητα κακοήθειας είναι πέντε φορές μεγαλύτερη σε μεταμοσχευμένους ασθενείς.

Προοπτική στη μεταμόσχευση νεφρού σε παιδιατρικούς ασθενείς, σύμφωνα με τον ίδιο, δίνει ο μητρικός μικροχιμαιρισμός – ανταλλαγή κυττάρων μεταξύ μητέρας και μωρού κατά την κύηση – που μπορεί να οδηγήσει σε έως και 50% λιγότερες απορρίψεις μοσχευμάτων. Επίσης, η βελτίωση της ανοχής και η κυτταρική ανοσία είναι σημαντικές προκλήσεις για την επιστημονική κοινότητα.

Dr. Jean de Ville de Goyet: Βιώσιμη λύση οι μεταμοσχεύσεις ήπατος από ζώντα δότη 

Από την πρώτη απόπειρα μεταμόσχευσης ήπατος σε παιδί τριών ετών από το δρα T. Starlz μέχρι και σήμερα στις μεταμοσχεύσεις ήπατος από ζώντα δότη, πολλά έχουν αλλάξει στις μεθόδους, σύμφωνα με τον δρ. Jean de Ville de Goyet Επικεφαλής του Παιδιατρικού Τμήματος στο Ινστιτούτο ISMETT στο Παλέρμο της Σικελίας.

Σύμφωνα με την ιστορική αναδρομή που προέβη ο ίδιος ο καθηγητής, τα παιδιά άνοιξαν το δρόμο για τις πρώτες μεταμοσχεύσεις ήπατος. Ένα από τα βασικά προβλήματα που έπρεπε να λυθεί, για να αποτραπεί η απόρριψη του μοσχεύματος από το λήπτη, ήταν το μέγεθος του μοσχεύματος, ειδικά όταν ο δότης ήταν ενήλικας, καθώς το ήπαρ ήταν μεγαλύτερο από την κοιλιακή χώρα του λήπτη. «Τη λύση σε αυτό το πρόβλημα ξεκίνησε να δίνει τότε η απομειωμένη μεταμόσχευση ήπατος, κόβοντας δηλαδή το ήπαρ στα δύο και αφαιρώντας το μεγαλύτερο κομμάτι» σημειώνει ο καθηγητής.

Στην πορεία, σύμφωνα με τον δρ. Jean de Ville de Goyet, ξεκίνησε να μεταμοσχεύεται το ήπαρ διαμοιρασμένο, το ίδιο ήπαρ δηλαδή να δίδεται σε δύο ασθενείς ενήλικες ή έφηβους, ενώ και το μικρότερο κομμάτι δόθηκε και σε παιδιά. «Από το 1988-1989 παίρνουμε ένα μικρό κομμάτι από το αριστερό κομμάτι του ήπατος, το οποίο μεταμοσχεύεται στο παιδί από το γονιό» σημειώνει ο ειδικός.

Φτάνοντας στο σήμερα, η μεταμόσχευση από ζώντες δότες ως επόμενη εξέλιξη μπορεί να δώσει τη λύση στην απώλεια των μη συμβατών μοσχευμάτων, αλλά και στην αύξηση του ποσοστού της επιβίωσης των μικρών ασθενών κάτω του ενός έτους. Η Ιταλία αποτελεί πρωτοπόρο στη μεταμόσχευση από διατμημένο ήπαρ και από ζώντα δότη. Δύο περιπτώσεις παιδιών με μεταμόσχευση από ζώντα δότη -έναν από τους δύο γονείς- με υπερβολική απομείωση μεγέθους, που ανέφερε ο καθηγητής, στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία.

Όσον αφορά τη χώρα μας, τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια 56 Έλληνες ασθενείς έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση στην Ιταλία.