Σημαντικές αποκλίσεις παρουσιάζει το κόστος νοσηλείας ανά νοσοκομείο στην Ελλάδα, με τα μικρότερα νοσηλευτικά ιδρύματα να έχουν έως και το διπλάσιο κόστος σε σχέση με τα μεγάλα, όπως δείχνουν στοιχεία της νέας μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που βασίζεται στους ισολογισμούς περίπου 90 δημόσιων νοσοκομείων για την περίοδο 2012-2020.

Το 2020, το υψηλότερο κόστος ανά νοσηλευόμενο (4.110 ευρώ) καταγράφηκε στην 4η ΥΠΕ (Μακεδονίας και Θράκης) και το χαμηλότερο, με 1.988 ευρώ στην 3η ΥΠΕ (Μακεδονίας). Το λειτουργικό κόστος ανά νοσηλευόμενο είναι πολλαπλάσιο στα μικρά νοσοκομεία (5.324 ευρώ το 2020) σε σχέση με τα μεγάλα (2.123 ευρώ το 2020) και τα μεσαία (1.814 ευρώ το 2020).

Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της πανδημίας (2020), το υψηλότερο λειτουργικό κόστος ανά κλίνη καταγράφεται στα μικρά νοσοκομεία (141.000). Ακολουθούν τα μεγάλα με 122.000 ευρώ, τα μεσαία με 117.000 και έπειτα τα μικρομεσαία με 115.000 ευρώ. Το ίδιο έτος, το υψηλότερο κόστος ανά νοσηλεύομενο εντοπίζεται επίσης στα μικρά νοσοκομεία, με 5.300 ευρώ, ενώ ακολουθούν, με περίπου 2.300 ευρώ ανά νοσηλευόμενο, τα μικρομεσαία.

Η παραπάνω τάση δεν διαφοροποιείται το 2019 αμέσως πριν την πανδημία, όταν στον ίδιο δείκτη το υψηλότερο κόστος κατέγραψαν και πάλι τα μικρά, με 3.700 ευρώ και το χαμηλότερο τα μεσαία με 1.700 ευρώ.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν την πρώτη βάση μιας χαρτογράφησης όχι μόνο των οικονομικών των νοσοκομείων αλλά και των υπηρεσιών που προσφέρει το ΕΣΥ. Μάλιστα, προκαλεί έκπληξη η απουσία ισολογισμών σε μεγάλα νοσοκομεία της χώρας, παρά το γεγονός ότι αποτελούν «εργαλεία» διαφάνειας και χάραξης πολιτικών.

Από την προσπάθεια ανάλυσης των ισολογισμών των νοσοκομείων από το ΙΟΒΕ, έγινε αντιληπτή η απουσία τους σε μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες της χώρας, όπως είναι τα: Γ.Ν.Α Ο Ευαγγελισμός, Γ.Ν.Α Αλεξάνδρα, Γ.Ν. Μαιευτήριο Αθηνών «Έλενας Βενιζέλου», Γ.Ν.Α «Γ. Γεννηματάς», Γ.Ν. Αττικής «Σισμανόγλειο», Γ.Ν. Δυτ. Αττικής, Γ.Ν. Θες/νίκης «Γ. Γεννηματάς».

Οι περισσότερες ιδιωτικές κλίνες είναι μαιευτικές ή ψυχιατρικές

Αναλύσεις όπως η παραπάνω χρειάζονται σε πιο τακτική βάση, όπως προέκυψε από τη συζήτηση που ακολούθησε της χθεσινής παρουσίασης του ΙΟΒΕ, καθώς δίνουν μια σαφή εικόνα της κατάστασης στα νοσηλευτικά ιδρύματα. Ειδικά από τη στιγμή που η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις. Τέτοιες είναι το διαφορετικό μείγμα εισροών της δημόσιας δαπάνης υγείας από τη φορολογία και την ασφάλιση, καθώς η μεγάλη συμμετοχή της ιδιωτικής δαπάνης.

Επίσης, το σύστημα υγείας στη χώρα είναι έντονα συγκεντρωμένο γύρω από τα νοσοκομεία. Περίπου το 65% των κλινών είναι στον δημόσιο τομέα και το 35% στον ιδιωτικό τομέα. Η πλειοψηφία των ιδιωτικών κλινών είναι μικρές ή μεσαίες γενικές, μαιευτικές/γυναικολογικές ή ψυχιατρικές κλινικές, γεγονός που δείχνει ενδεχομένως ότι ο δημόσιος τομέας δεν καλύπτει επαρκώς τη ζήτηση για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες. Επιπλέον, τα δημόσια νοσοκομεία παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα: Ανισοκατανομή κλινών, κλινικών, εργαστηρίων και προσωπικού καθώς και σημαντικές ελλείψεις προσωπικού.

Υποχώρηση αριθμού κλινών, αύξηση των δαπανών

Ο αριθμός των νοσηλευτικών μονάδων και κλινικών δευτεροβάθμιας φροντίδας υποχώρησε σε 267 το 2021, σε σχέση με 302 το 2012. Η μείωση οφείλεται κυρίως στην πτώση του αριθμού ιδιωτικών κλινικών, από 164 το 2012 σε 139 το 2021. Μείωση του αριθμού νοσοκομείων καταγράφεται στις περισσότερες χώρες της ΕΕ την περίοδο 2016-2021.

Οι Υγειονομικές Περιφέρειες Αττικής (1η), Πειραιώς και Αιγαίου (2η) και Πελοποννήσου, Ιονίων Νήσων, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας (6η) ΥΠΕ διαθέτουν τα περισσότερα νοσοκομεία. Συγκεντρωτικά αντιστοιχούν στο 60% του συνολικού αριθμού δημόσιων νοσοκομείων.

Σε όρους αριθμού νοσοκομείων ανά 1 εκατ. κάτοικους, η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τη μέση της κατάταξης των χωρών της ΟΟΣΑ-ΕΕ (10η θέση σε 22 χώρες). Ωστόσο, η χώρα μας είναι χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (525 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους) με 427 διαθέσιμες κλίνες ανά 100.000 κατοίκους (2021). Οι συνολικές διαθέσιμες κλίνες στην Ελλάδα στο τέλος του 2021 διαμορφώθηκαν σε 48,9 χιλ. έναντι 52,4 χιλ. το 2010.

Όσον αφορά στα οικονομικά των νοσοκομείων, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σημαντική «τακτοποίηση». Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με την παρουσίαση του ΙΟΒΕ, ότι το 2012 παρουσίαζαν έλλειμμα 41 νοσηλευτικά ιδρύματα, ενώ το 2020 μόλις 12. Επίσης, τα δημόσια νοσοκομεία έχουν βελτιώσει κατά πολύ τη ρευστότητά τους. Παρά το γεγονός, όμως, ότι υπάρχει τυπικότητα ως προς τις υποχρεώσεις τους, δυσκολεύονται να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους.

Μείωση χρηματοδότησης, χαμηλό ποσοστό ικανοποίησης από τους πολίτες

Ένα σημαντικό εύρημα της μελέτης του ΙΟΒΕ είναι ότι παρατηρείται σημαντική υποχώρηση χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα έναντι αύξησης στην ΕΕ. Η ετήσια δημόσια μεταβολή δαπανών σε σταθερές τιμές, σωρευτικά για την περίοδο 2009 – 2021 διαμορφώνεται στο -29,2% στην Ελλάδα έναντι +32,7% στην ΕΕ.

Το 2021 η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαμορφώθηκε στο 9,2% (εκ των οποίων 5,7% δημόσια δαπάνη) έναντι 10,9% στην ΕΕ (εκ των οποίων 8,9% δημόσια δαπάνη). Στην Ελλάδα η δημόσια χρηματοδότηση διαμορφώνεται στο 62,1% της συνολικής χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας το 2020, αρκετά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (81,1%).

Επιπλέον, στην Ελλάδα καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας, με 38% για το 2020, σε σχέση με 36% το 2010. Το ελληνικό σύστημα υγείας κατατάσσεται στην 29η θέση ανάμεσα σε 35 χώρες της Ευρώπης με 615 βαθμούς στον δείκτη αξιολόγησης των συστημάτων υγείας Euro Health Consumer Index (ECHI), υψηλότερα από Αλβανία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Βουλγαρία και Λετονία. Στη χώρα μας επιτυγχάνεται σχετικά υψηλή βαθμολογία σε πεδία όπως η άμεση πρόσβαση σε γιατρούς, η μείωση της θνησιμότητας από εγκεφαλικά, ο παιδικός εμβολιασμός, η μειωμένη συχνότητα υπερτασικών και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ.

Αντίθετα, χαμηλή επίδοση επιτυγχάνεται σε πεδία όπως η πληροφόρηση και τα δικαιώματα των ασθενών, οι οικογενειακοί γιατροί, οι λίστες αναμονής στους καρκινοπαθείς, οι μεταμοσχεύσεις, οι άτυπες πληρωμές, το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, οι θάνατοι από τροχαία, η καθυστερημένη εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων και η υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών.

Οι προσπάθειες που γίνονται στα οικονομικά των νοσοκομείων αναμένονται να ενταθούν το επόμενο διάστημα με τις παρεμβάσεις του Υπουργείου Υγείας. Ο Υφυπουργός Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, στον χαιρετισμό που απηύθυνε κατά τη χθεσινή παρουσίαση της έρευνας του ΙΟΒΕ, σημείωσε ότι για πρώτη φορά οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων του 2024 θα έχουν οριστεί έως τις 10 Ιανουαρίου, γεγονός που θα επιτρέψει στους διοικητές να προγραμματίσουν διαγωνισμούς και κινήσεις που θέλουν να κάνουν. Επιπλέον, το Υπουργείο σκοπεύει να έχει σε συνεχή επαφή τις διοικήσεις των νοσοκομείων ώστε καλές πρακτικές να γίνονται παράδειγμα προς μίμηση, ενώ η καθολική χρήση των DRG σε όλο το ΕΣΥ από τον Μάρτιο του 2024 θα δώσει μια καλή εικόνα του παραγόμενου έργου.