Αναταράξεις σε πολλά επίπεδα στον χώρο της υγείας προκαλεί η απαγόρευση από το υπουργείο Υγείας στους πανεπιστημιακούς γιατρούς του ΕΣΥ να απασχολούνται σε ιδιωτικές κλινικές με την παράλληλη πρόβλεψη αυστηρών ποινών.

Πανεπιστημιακοί γιατροί, νοσοκομειακοί γιατροί, ιδιοκτήτες ιδιωτικών κλινικών, βρίσκονται σε αναβρασμό: οι πρώτοι διότι θεωρούν ότι δεν είναι ίση η μεταχείριση των καθηγητών Ιατρικής σε σχέση με εκείνη για τους πανεπιστημιακούς καθηγητές άλλων σχολών που ασκούν ελεύθερα την επαγγελματική τους δραστηριότητα, οι νοσοκομειακοί γιατροί γιατί θεωρούν πως το «προνόμιο» που δίδεται στους πανεπιστημιακούς να εργάζονται ιδιωτικά αποτελεί εργασιακή αδικία σε βάρος τους, οι εκπρόσωποι των ιδιωτικών κλινικών διότι επαναδρομολογούν τις επαγγελματικές συνεργασίες τους, επιλέγοντας αναγκαστικά καθηγητές Ιατρικής εν ενεργεία της αλλοδαπής, για να διατηρήσουν αλλά και να αυξήσουν τις εισροές ασθενών και εσόδων.

Η απαγόρευση της παράλληλης εργασίας των καθηγητών Ιατρικής σε κλινικές, πανεπιστημιακές ή μη, του ΕΣΥ και σε ιδιωτικές κλινικές – ένα ακανθώδες και χρόνιο θέμα που αφορά στην ουσία τις διαφορετικές εργασιακές σχέσεις των ιατρών εντός του ΕΣΥ- ψηφίστηκε την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή.

Συγκεκριμένα, μέσα στις διατάξεις του νόμου Χ για τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου των ιδιωτικών κλινικών (άρθρο 21, παράγραφος 3) ενεργοποιείται το άρθρο 11 του νόμου 2889/2001 (γνωστός ως νόμος Αλέκου Παπαδόπουλου) το οποίο θεσπίζει πλήρη και αποκλειστική απασχόληση για τα μέλη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των Ιατρικών Σχολών. Και στη συνέχεια ορίζεται ότι οι ιδιωτικές κλινικές που απασχολούν με οποιαδήποτε σχέση εργασίας πανεπιστημιακούς ή γιατρούς ΕΣΥ θα έχουν οικονομικές και διοικητικές κυρώσεις: πρόστιμο ύψους 70.000 ευρώ αρχικά, και σε περίπτωση υποτροπής αφαίρεση της άδειας της κλινικής. Η διάταξη αναφέρεται και σε ιατρούς ΕΣΥ, ωστόσο είναι κοινός τόπος πως συντάχθηκε «στοχεύοντας» στους πανεπιστημιακούς γιατρούς που απασχολούνται ατύπως σε ιδιωτικές μονάδες υγείας.

Το θέμα της κατάργησης του «προνομίου» όπως έχει χαρακτηριστεί η δυνατότητα των πανεπιστημιακών να εργάζονται και εκτός του συστήματος δημόσιας υγείας – όπως και οι στρατιωτικοί γιατροί ή οι γιατροί των πρώην νοσοκομείων του ΙΚΑ παλαιότερα- χρονολογείται από το 2001. Ο τότε υπουργός Υγείας, κ. Αλέκος Παπαδόπουλος δήλωνε κατηγορηματικά πως «το ανήθικο προνόμιο των πανεπιστημιακών θα πρέπει να τελειώσει οριστικά», αλλά το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα σε εφαρμογή του νόμου δεν εκδόθηκε ποτέ. Το 2011, επί υπουργίας Ανδρέα Λοβέρδου δόθηκε στους πανεπιστημιακούς η δυνατότητα να διατηρούν ιδιωτικά ιατρεία, υπό τον όρο να συμμετέχουν στα απογευματινά ιατρεία του ΕΣΥ.

Σε αυτή τη συγκυρία τα ιδιωτικά ιατρεία των πανεπιστημιακών φαίνεται να παραμένουν ανέπαφα. Ουσιαστικά, όλο αυτό το διάστημα η «μάχη» για την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση δεν έχει σταματήσει. Οι νοσοκομειακοί γιατροί πίεζαν για κατάργηση του «προνομίου» καθώς συνέδεαν το έργο των πανεπιστημιακών στο ΕΣΥ με την κίνηση των ασθενών προς τις ιδιωτικές κλινικές κι επικροτούσαν σχετικές πρωτοβουλίες του υπουργείου Υγείας ζητώντας την «άμεση καθιέρωση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης για όλους τους γιατρούς που εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία». Το ίδιο σθεναρά διεκδικούσαν και οι πανεπιστημιακοί γιατροί τη διατήρηση της δυνατότητας τους για άσκηση ιδιωτικού έργου, εκ παραλλήλου με εκείνο στο ΕΣΥ.

Η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των πανεπιστημιακών γιατρών, όπως εκφράζεται τώρα με την «απομάκρυνσή» τους από τις ιδιωτικές κλινικές, αποτελούσε προεκλογική θέση του ΣΥΡΙΖΑ – μια θέση βεβαίως που τα τελευταία τέσσερα χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην κυβέρνηση κινήθηκε σε χαμηλούς τόνους. Οι κυρώσεις σε βάρος των κλινικών που απασχολούν πανεπιστημιακούς γιατρούς, και συνεπώς παραβαίνουν τον νόμο, χαρακτηρίστηκε ως «τρίπλα» από παράγοντες του χώρου, καθώς η ηγεσία της Αριστοτέλους μετακύλησε την ευθύνη στους κλινικάρχες, έδωσε εισπρακτική διάσταση (το πρόστιμο των 70.000 ευρώ για διαπιστωμένη παράβαση του νόμου) και άνοιξε το μείζον θέμα της απασχόλησης των πανεπιστημιακών γιατρών μέσα στον αχό που σήκωσε μια τεράστια γκάμα εκκρεμών θεμάτων στον χώρο της υγείας και του φαρμάκου μέσα σε ένα νομοσχέδιο.

Εκπρόσωποι των ιδιωτικών κλινικών υποστηρίζουν πάντως πως η νέα διάταξη δεν αλλάζει δραστικά τη λειτουργία τους διότι διέβλεπαν τις προθέσεις της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας αναφορικά με την παράλληλα απασχόληση πανεπιστημιακών γιατρών. Έτσι, στόχευαν σε συνεργασίες με ομότιμους Έλληνες καθηγητές ή με καθηγητές από πανεπιστήμια της αλλοδαπής για να ενισχύσουν τη φήμη τους και τα καλά αποτελέσματα τους. Επιμένουν δε πως επιχειρείται με άτσαλο τρόπο η διευθέτηση ενός χρονίζοντος ζητήματος, και πως με αυτόν τον τρόπο στερούνται οι Έλληνες ασθενείς έγκριτους πανεπιστημιακούς γιατρούς στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς βεβαίως να μπορεί να αποδειχθεί ότι το «φρένο» στο ιδιωτικό έργο των πανεπιστημιακών θα οδηγήσει σε «γκάζι» των αντίστοιχων υπηρεσιών εντός του ΕΣΥ.

«Η Σύγκλητος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ζητεί πλήρη αλλά όχι αποκλειστική απασχόληση των μελών ΔΕΠ της Ιατρικής. Ζητεί την εξομοίωση της απασχόλησης των μελών ΔΕΠ της Ιατρικής Σχολής με τα μέλη ΔΕΠ των άλλων Σχολών και Τμημάτων» λέει στο ΘΕΜΑ ο πρύτανης του Πανεπιστημίου, κ. Αθανάσιος – Μελέτιος Δημόπουλος, προσθέτοντας πως «ενώ όλοι οι Πανεπιστημιακοί καθηγητές έχουν τη δυνατότητα να ασκούν ελεύθερα επαγγελματικές δραστηριότητες εφόσον καλύπτουν τις ακαδημαϊκές τους υποχρεώσεις, η Κυβέρνηση αφαιρεί τη δυνατότητα αυτή μόνο από τους πανεπιστημιακούς ιατρούς». Το θέμα θα ενταχθεί στην ημερήσια διάταξη της Συνόδου Πρυτάνεων που θα πραγματοποιηθεί στην Κρήτη την ερχόμενη εβδομάδα, με τελικό στόχο να γίνει εισήγηση στα Υπουργεία Υγεία και Παιδείας για την κατάργηση της διάταξης του 2001, που οδηγεί σε αυτές τις διακρίσεις.

Από την άλλη πλευρά, οι νοσοκομειακοί γιατροί χαιρετίζουν – για πρώτη φορά- απόφαση της τωρινής ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, αν και διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για το αν πραγματικά θα εφαρμοστούν οι έλεγχοι και οι κυρώσεις. Ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), κ. Παναγιώτης Παπανικολάου τονίζει στο ΘΕΜΑ ότι «το άρθρο 21 που ψηφίστηκε εκφράζει την πάγια διαχρονική θέση της Ομοσπονδίας μας αλλά και του υγειονομικού κινήματος, δηλαδή ότι όλοι οι γιατροί εντός του ΕΣΥ να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης χωρίς το προνόμιο της άσκησης ιδιωτικής ιατρικής διότι έχει αποδειχθεί πως είναι άδικο για τους ασθενείς, κι επίσης αποτελεί μια από τις βασικές πηγές της διαφθοράς. Είναι θετική η απαγόρευση παράλληλου ιατρικού έργου στις ιδιωτικές κλινικές, αλλά συνεχίζεται η υπαναχώρηση υπέρ των πανεπιστημιακών, όσο δεν θεσμοθετείται απόλυτα και ξεκάθαρα ότι γίνονται πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης όλοι οι γιατροί των δημόσιων νοσοκομείων, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημιακών και στρατιωτικών».