Μια πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ενισχύει τη σύνδεση μεταξύ της αναιμίας κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης και της εμφάνισης συγγενών καρδιοπαθειών (CHD) στους απογόνους. Πρόκειται για μια μελέτη περιπτώσεων-μαρτύρων, βασισμένη σε δεδομένα από τη βάση Clinical Practice Research Datalink (CPRD) GOLD, η οποία ρίχνει φως σε έναν ακόμη κρίσιμο παράγοντα κινδύνου για τη συχνότερη κατηγορία γενετικών ανωμαλιών.
Δημοσιευμένη στο BJOG: An International Journal of Obstetrics & Gynaecology, η μελέτη αναδεικνύει τη σημασία της υγείας της μητέρας ήδη από τα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης, ειδικά για την ομαλή καρδιακή ανάπτυξη του εμβρύου. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από την έκδοση Ιουλίου 2022 της CPRD GOLD, μιας ευρείας βάσης ανώνυμων αρχείων πρωτοβάθμιας περίθαλψης που καλύπτει περισσότερους από 21 εκατομμύρια ασθενείς από 986 ιατρεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Η περίοδος μελέτης εκτείνεται από τον Ιανουάριο του 1998 έως τον Οκτώβριο του 2020.
Η ανάλυση επικεντρώθηκε σε ζεύγη μητέρας-παιδιού, όπου ως «περιπτώσεις» θεωρήθηκαν τα παιδιά με διάγνωση συγγενούς καρδιοπάθειας μέχρι την ηλικία των 5 ετών, ενώ «μάρτυρες» ήταν παιδιά χωρίς σχετική διάγνωση εντός της ίδιας χρονικής περιόδου. Η παρουσία αναιμίας στις μητέρες προσδιορίστηκε βάσει του ορισμού του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (αιμοσφαιρίνη <110 g/L).
Η στατιστική επεξεργασία βασίστηκε σε λογιστική παλινδρόμηση υπό όρους, ώστε να εξεταστεί η σχέση μεταξύ αναιμίας κατά τις πρώτες 100 ημέρες της κύησης και κινδύνου συγγενούς καρδιοπάθειας, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες, όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, η ηλικία, το κάπνισμα, το αλκοόλ, ο δείκτης μάζας σώματος, η εθνικότητα και η παρουσία διαβήτη τύπου 1 ή 2.
Ποια ήταν τα βασικά ευρήματα – Ο ρόλος του σιδήρου
Η ανάλυση συμπεριέλαβε 2.776 περιπτώσεις και 13.880 αντίστοιχους μάρτυρες. Αναιμία διαπιστώθηκε στο 4,4% των μητέρων της ομάδας περιπτώσεων, έναντι 2,8% στην ομάδα ελέγχου. Η παρουσία αναιμίας συνδέθηκε με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης συγγενούς καρδιοπάθειας στους απογόνους. Συγκεκριμένα, στην αρχική, μη προσαρμοσμένη ανάλυση, παρατηρήθηκε 60% αυξημένος κίνδυνος. Μετά την προσαρμογή για επιβαρυντικούς παράγοντες, το σχετικό ποσοστό κινδύνου παρέμεινε αυξημένο κατά 47%. Οι πιο συχνές μορφές που εντοπίστηκαν ήταν το κοιλιακό διαφραγματικό ελάττωμα (VSD) στο 32% των περιπτώσεων, το κολπικό διαφραγματικό ελάττωμα (ASD) στο 23% και ο ανοιχτός αρτηριακός πόρος (PDA) στο 14%.
Οι ερευνητές προτείνουν την πιθανή εφαρμογή συμπληρωμάτων σιδήρου κατά την εγκυμοσύνη ως μια απλή, χαμηλού κόστους και μη επεμβατική παρέμβαση με δυνητικά μεγάλη προληπτική αξία. Καθώς η σιδηροπενία ευθύνεται για περίπου τα δύο τρίτα των παγκόσμιων περιπτώσεων αναιμίας, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να έχει εκτεταμένο όφελος. Ωστόσο, υπογραμμίζεται η ανάγκη περαιτέρω επιβεβαίωσης μέσω κλινικών δοκιμών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ότι η αιτία της αναιμίας ήταν η έλλειψη σιδήρου, καθώς οι δείκτες φερριτίνης ήταν διαθέσιμοι μόνο για περιορισμένο αριθμό συμμετεχουσών.
Ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Duncan B. Sparrow, από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σχολίασε ότι «γνωρίζουμε ήδη ότι διάφοροι παράγοντες μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο συγγενούς καρδιοπάθειας. Αυτή η μελέτη, όμως, μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε συγκεκριμένα στον ρόλο της αναιμίας, μεταφέροντας τα ευρήματα από το εργαστήριο στην κλινική πράξη. Το γεγονός ότι η αναιμία στην αρχή της κύησης μπορεί να έχει τόσο καθοριστική επίδραση, ενδέχεται να αλλάξει τη στάση μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν η σιδηροπενία είναι η βασική αιτία, τότε η ευρεία συμπληρωματική χορήγηση σιδήρου, τόσο πριν όσο και κατά την εγκυμοσύνη, θα μπορούσε να προλάβει πολυάριθμες περιπτώσεις συγγενούς καρδιοπάθειας πριν αυτές καν εκδηλωθούν».
Διαβάστε επίσης
Αναιμία – Σιδηροπενία: Το δημοφιλές φάρμακο που μας «κλέβει» το σίδηρο
Καρκίνος παχέος εντέρου: Η ανεπάρκεια αυτού του συστατικού συνδέεται με αύξηση του κινδύνου νόσου