Υπ’ ατμόν βρίσκεται το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας από το ξέσπασμα της πανδημίας με την αδιάκοπη ανάλυση δειγμάτων, αλλά και την επεξεργασία και αποθήκευση πλάσματος από αναρρώσαντες ως θεραπευτικό όπλο έναντι του κορωνοϊού, την ίδια στιγμή που καλείται να διαχειριστεί την επιπλέον μείζονα πρόκληση που συνιστά η νόσος COVID-19 στη ζωτική, κύρια αποστολή της αιμοδοσίας.

Σε συνέντευξή του στο ygeiamou.gr ο κ. Κωνσταντίνος Σταμούλης, αιματολόγος και επιστημονικός διευθυντής του ΕΚΕΑ, επισημαίνει πως η πανδημία έχει σαφώς επιβαρύνει την ήδη υπάρχουσα κατάσταση ως προς την Αιμοδοσία, φέρνοντας την ίδια στιγμή ακόμη πιο εμφατικά στην επιφάνεια την ανάγκη κατανόησης, ευαισθητοποίησης και συνειδητοποίησης, σε όλα τα επίπεδα, ότι η χώρα χρειάζεται διασφαλισμένη σταθερότητα στη συγκέντρωση αίματος.

Σταθερότητα, η οποία, όπως και σε χώρες του εξωτερικού, σημαίνει ότι η Αιμοδοσία πρέπει να απαγκιστρωθεί από την ψυχοφθόρο και εκ βάθρων λανθασμένη, αλλά δυστυχώς παγιωμένη, πραγματικότητα της συγκέντρωσης αίματος από το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον πριν από χειρουργική επέμβαση ασθενούς. Και μία σταθερότητα την οποία ως κράτος και πολίτες οφείλουμε πρωτίστως σε πάσχοντες από μεσογειακή αναιμία και χρόνια μεταγγιζόμενους ασθενείς -οι οποίοι όχι μόνο έχουν επηρεαστεί στο μέγιστο βαθμό από τις ελλείψεις στην επάρκεια αίματος εν μέσω της πανδημίας, αλλά ήταν και είναι η διαρκής αγωνία της ζωής τους -για την ίδια τη ζωή τους.

Ο κ. Κωνσταντίνος Σταμούλης, επιστημονικός διευθυντής του ΕΚΕΑ

«Κεντρική οργάνωση, συλλογή και διαχείριση της διανομής αίματος κόντρα στο υπάρχον αποκεντρωμένο νοσοκομειοκεντρικό σύστημα, καλλιέργεια της συνείδησης του σταθερού εθελοντή αιμοδότη, και έναρξη μιας μεγάλης συζήτησης και προσπάθειας βαθύτερης κατανόησης γιατί και για ποιον δίνουμε αίμα -και η απάντηση είναι για όλους- κρατούν το «κλειδί» στη σταθερότητα της Αιμοδοσίας», σύμφωνα με τον κ. Σταμούλη.

Η αιμοδοσία «πληρώνει» το τίμημα της αποκέντρωσης

Στο πλαίσιο της πανδημίας, και δη μετά το ξέσπασμά της, η Αιμοδοσία κατά κάποιον τρόπο «πληρώνει» το γεγονός ότι παραμένει αποκεντρωμένη και κάθε νοσοκομείο μεριμνά για τους δικούς του ασθενείς. Η σύγχρονη αιμοδοσία διεθνώς είναι συγκεντροποιημένη, τουλάχιστον ως προς τη συλλογική επεξεργασία του αίματος με τη μετέπειτα αναδιανομή του αίματος να γίνεται κεντρικά.

«Απαιτείται μία κεντρική διαχείριση για να μπορείς να αναδιανείμεις το αίμα ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε νοσοκομείου», υπογραμμίζει ο κ. επιστημονικός διευθυντής του ΕΚΕΑ.

Ο συνδυασμός του φόβου και των περιορισμών που επέφερε το ξέσπασμα της COVID-19 για την προστασία της Δημόσιας Υγείας κράτησε αρχικά τους εθελοντές αιμοδότες μακριά από τα νοσοκομεία. Συνέβαλε στην αντιμετώπιση της κατάστασης η εγκύκλιος του υπουργού Υγείας κ. Βασίλη Κοντοζαμάνη για να αναζητηθούν χώροι εκτός νοσοκομείων για την Αιμοδοσία, ωστόσο υπήρξε και αδυναμία σε όρους έλλειψης προσωπικού από ορισμένες αιμοδοσίες ώστε να βγουν συνεργεία έξω για την αιμοδοσία.

Αιμοδότες συγγενικού περιβάλλοντος

Το έτερο πολύ σημαντικό ζήτημα που ανέδειξε η πανδημία, και το οποίο όπως σημειώνει ο κ. Σταμούλης επηρέασε την επάρκεια των αποθεμάτων, ήταν το γεγονός ότι στην Ελλάδα παραμένει ακόμη υψηλό το ποσοστό των αιμοδοτών συγγενικού περιβάλλοντος.

«Όταν, λοιπόν, η οδηγία από την Παγκόσμια Ένωση Αιμοδοσιών ήταν αναστείλετε τα τακτικά χειρουργεία για να μπορέσετε να εξοικονομήσετε αίμα, εκεί χάσαμε και αυτούς τους αιμοδότες. Δηλαδή, ‘πληρώσαμε’ αυτό που είναι ανεπίτρεπτο και δεν θα έπρεπε να συμβαίνει -το συγγενικό περιβάλλον. Να έχουμε ασθενείς που να τους ζητάμε αίμα», αναφέρει.

«Υπήρξε τίμημα. Φανερώθηκε πόσο ένα σύστημα Αιμοδοσίας δεν μπορεί να βασίζεται σε αυτή την κατηγορία αιμοδοτών», εξηγεί ο κ. Σταμούλης θέλοντας να αποσαφηνίσει πως το «ευχαριστώ» είναι πολύ μεγάλο προς τους αιμοδότες συγγενικού περιβάλλοντος -«όμως κακώς κάνουμε εμείς ως Πολιτεία και τους το ζητάμε».

Είναι η διαχείριση, αλλά και η συνολική νοοτροπία και μία παγιωμένη λογική έως και αποδοχή ότι σε καίριες στιγμές βασιζόμαστε στο συγγενικό περιβάλλον να δώσει αίμα, που πρέπει να αλλάξει γύρω από την αιμοδοσία, και η πανδημία το αποτυπώνει ξεκάθαρα αυτό. Ίσως είναι αυτή και η στιγμή, εν μέσω της πρωτόγνωρης κατάστασης που όλοι ζούμε, να κατανοήσουμε βαθύτερα την «αποστολή» του αιμοδότη.

Δίνουμε αίμα για όλους

«Οι ανάγκες σε αίμα ξεπερνάνε τις ανάγκες των ανθρώπων που αγαπά ο καθένας μας. Υπάρχουν και άνθρωποι που δεν τους αγαπάμε και που πρέπει να μεταγγιστούν, υπάρχουν άνθρωποι που είναι μόνοι τους, και άνθρωποι που δεν έχουν τόσους πολλούς ανθρώπους στο περιβάλλον τους για να δίνουν αίμα γι’ αυτούς όπως είναι οι ασθενείς με μεσογειακή αναιμία», επισημαίνει ο κ. Σταμούλης σημειώνοντας ειδικά για την ευάλωτη αυτή ομάδα πασχόντων πως δεν είναι ένδειξη πολιτισμού να ζητάς το αυτονόητο.

Αναφερόμενος σε ομιλία που είχε κάνει κατά το παρελθόν σε μαθητές Λυκείου σχετικά με την αιμοδοσία, και η οποία έχει αποτυπωθεί στη μνήμη του και εν τέλει αποτελεί το περίγραμμα όλων, ο κ. Σταμούλης μεταφέρει τα λόγια ενός κοριτσιού της οποίας η αδελφή έπασχε από λευχαιμία και οι γονείς της κλήθηκαν να δώσουν αίμα. Αμφότεροι δεν μπορούσαν να το πράξουν για ιατρικούς λόγους, και αυτό είναι κάτι ακολουθεί τους ανθρώπους σε όλη τους τη ζωή. «Όταν το παιδί τους χρειάστηκε βοήθεια, εκεί ένιωθαν ότι δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν. Είναι κάτι πολύ σκληρό, άγριο και δεν θα έπρεπε να συμβαίνει» αναφέρει ο επιστημονικός διευθυντής του ΕΚΕΑ.

Υπάρχουν συγγενείς που επιθυμούν, αλλά για ιατρικούς λόγους, δεν μπορούν να γίνουν δότες, άνθρωποι και ιδίως μεταγγιζόμενα άτομα που δεν έχουν γύρω τους ανθρώπους που να καλύπτουν την πάγια ανάγκη τους σε αίμα, υπάρχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που σε μία κατάσταση ανάγκης για αίμα ουδείς χρειάζεται να βρεθεί σε θέση να πρέπει να μοιραστεί εάν δεν το επιθυμεί, είναι σεβαστός ακόμη και φόβος της βελόνας, αναφέρει ο ίδιος.

Η κεντρική οργάνωση-διαχείριση και η συνείδηση του σταθερού αιμοδότη θα δώσουν, και πρέπει, να δώσουν τέλος σε όλα αυτά.

Όπως σημειώνει ο κ. Σταμούλης «μία χώρα που συλλέγει 580.000 μονάδες αίματος το χρόνο αδυνατεί να εξασφαλίσει τη φυσιολογική ζωή των ασθενών με μεσογειακή αναιμία που αριθμούν 3.500 και χρειάζονται 120.000 μονάδες το χρόνο».

Άκρως χαρακτηριστική, επίσης, η δήλωσή του ότι «αυτή τη στιγμή αν με ρωτήσατε τι αποθέματα ασφαλείας έχει η χώρα θα πρέπει να πάρω τηλέφωνο 96 υπηρεσίες αιμοδοσίας να τους ρωτήσω πόσο αίμα διαθέτουν τώρα, κάτι που αντιλαμβάνεστε ότι μέχρι να τελειώσω τα τηλεφωνήματα θα έχει ήδη μεταβληθεί γιατί θα έχουν χρησιμοποιηθεί»…

ΕΚΕΑ και κορωνοϊός

Μπροστά στην πρωτόγνωρη απειλή της πανδημίας τα εθνικά κέντρα αιμοδοσίας σχεδόν σε όλο τον κόσμο ενεπλάκησαν για πρώτη φορά σε μαζική κλίμακα στον έλεγχο δειγμάτων που δεν αφορούν στην πρωταρχική τους αποστολή, και αυτό λόγω της υψηλής τεχνογνωσίας στους μαζικούς ελέγχους και του προηγμένου τεχνολογικού εξοπλισμού που διαθέτουν.

Ο κ. Σταμούλης εξηγεί πως εν γένει οι αιμοδοσίες, επειδή έχουν ένα βιομηχανικής λογικής μοντέλο λειτουργίας ακριβώς λόγω της φύσης του έργου τους, είναι πιο εξοικειωμένες στο να διεξάγουν ελέγχους μαζικά, γρήγορα και αξιόπιστα. Εξ ου και διεθνώς είναι εξοπλισμένες με πολύ σύγχρονα μηχανήματα που προσφέρουν αυτές τις δυνατότητες.

Σε αυτό το πλαίσιο και βάσει του οργανογράμματος της Πολιτείας, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας ρίχτηκε στη μάχη απέναντι στον κορωνοϊό τον περασμένο Απρίλιο -μέσω πράξης νομοθετικού περιεχομένου, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνει ο κ. Σταμούλης, η αιμοδοσία δεν προβλέπεται θεσμικά να ελέγχει ανάλογης κατηγορίας δείγματα.

Έξι χιλιάδες αναλύσεις εβδομαδιαίως

Ο επιστημονικός διευθυντής του ΕΚΕΑ αποσαφηνίζει πως δεν καθορίζει ο ίδιος ο εθνικός φορέας τον αριθμό των προς ανάλυση δειγμάτων· η δυνατότητα διεξαγωγής ελέγχων έρχεται σε άμεση συνάρτηση της υπογραφείσας σύμβασης με την προμηθεύτρια εταιρεία αντιδραστηρίων, η οποία αφορά σε 30.000 αντιδραστήρια σε μηνιαία βάση.

Τα αντιδραστήρια δεν αποστέλλονται συνολικά, αλλά 6.000 εβδομαδιαίως, κατ’ επέκταση τα δείγματα που αναλύονται την ημέρα θα πρέπει να κυμαίνονται κατά προσέγγιση στα 1.000.

Σαφώς και η «δύναμη» του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας ξεπερνά τον αριθμό αυτό και με τις κατάλληλες ενδεχομένως παρεμβάσεις θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι τεχνολογικές του δυνατότητες στην ανάλυση μεγαλύτερου όγκου δειγμάτων, εφόσον υφίσταται η σχετική ανάγκη και το απαιτήσει ένας κεντρικός σχεδιασμός.

Ο ειδικός εξοπλισμός που διαθέτει το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας για τους υπόλοιπους ιούς που ελέγχει μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για τη διάγνωση της COVID-19. Πρόκειται για πλήρως αυτοματοποιημένο εξοπλισμό, κλειστά συστήματα που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε αντιδραστήριο, αλλά μόνον συγκεκριμένα, όπως εξηγεί ο κ. Σταμούλης.

Με την προμηθεύτρια εταιρεία υπήρχε αρχική σύμβαση του ΕΚΕΑ, η οποία στη συνέχεια ανανεώθηκε μέσω δωρεάς του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» που περιλαμβάνει την προμήθεια 30.000 αντιδραστηρίων μηνιαίως συν δύο καινούρια μηχανήματα που αποκτήθηκαν για να ενισχυθούν περαιτέρω οι δυνατότητες του εθνικού φορέα εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Η διαδικασία

Ως προς τους ελέγχους, το ΕΚΕΑ είναι αποδέκτης προς ανάλυση δειγμάτων, δηλαδή δεν μετέχει οργανωτικά στον έλεγχο. Βρίσκεται στη διάθεση του υπουργείου Υγείας για την αποστολή δειγμάτων· η αρχή μετά το ξέσπασμα της πανδημίας έγινε με μαζικά δείγματα από ελέγχους του ΕΟΔΥ, ακολούθησε η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Σήμερα τα δείγματα προέρχονται από τα νοσοκομεία.

Η ήδη υπάρχουσα ηλεκτρονική πλατφόρμα για τις αιμοδοσίες τροποποιήθηκε ώστε να καταχωρούνται τα αποτελέσματα προκειμένου τα νοσοκομεία και ο ΕΟΔΥ να έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, ενώ έχουν καθοριστεί από την έναρξη της διαδικασίας εκ μέρους του ΕΚΕΑ συγκεκριμένες προδιαγραφές αναφορικά με την αποστολή των δειγμάτων.

Ο κ. Σταμούλης επισημαίνει ότι οι έλεγχοι που διενεργούνται στο ΕΚΕΑ είναι για να αποδεσμευτεί ένα προϊόν που είναι το αίμα, συνεπώς η λογική που είναι στημένοι οι έλεγχοι και ο σχετικός εξοπλισμός δεν είναι για να διαγνωστεί εάν ο αιμοδότης παραδείγματος χάριν είναι φορέας του HIV ή της Ηπατίτιδας, αλλά για να πιστοποιηθεί πως η μονάδα προς μετάγγιση δεν μεταδίδει.

«Άρα είναι εντελώς διαφορετικό το πλαίσιο των ελέγχων που κάνουν διεθνώς οι αιμοδοσίες και για το λόγο αυτό έχουν πολύ πιο αυστηρές διαδικασίες όσον αφορά την ταυτοπροσωπία, ποιο δείγμα ελέγχουν, πώς εξασφαλίζονται τα προσωπικά δεδομένα και τις ευαισθησίες και ταχύτητες των μεθόδων τους» σημειώνει.

Σχετικά με τον έλεγχο πλάσματος από ασθενείς που ανέρρωσαν από τη νόσο COVID-19, ο κ. Κωνσταντίνος Σταμούλης αναφέρει ότι το ΕΚΕΑ συμμετέχει στο σχετικό πρωτόκολλο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), υπό τον Πρύτανη κ. Αθανάσιο-Μελέτιο Δημόπουλο. Στο ΕΚΕΑ παρασκευάζεται, συντηρείται και αποθηκεύεται το πλάσμα δοτών και αναδιανέμεται αναλόγως.

Το σχετικό πρωτόκολλο είναι ενεργό και η εικόνα του κ. Σταμούλη από τους αρμόδιους συναδέλφους του είναι πως παρουσιάζεται καλή ανταπόκριση των ασθενών στη χορήγηση πλάσματος από αναρρώσαντες της νόσου COVID-19.