Υπάρχουν ιστορίες παιδιών που έζησαν για χρόνια σε δάση, έγκλειστα σε δωμάτια, δίχως να έχουν επαφή με το ανθρώπινο περιβάλλον: τα άγρια παιδιά. Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι ο Βίκτωρ από το Αβερόν.

Πώς σχετίζεται, όμως, ο Βίκτωρ με την κοινωνικοποίηση του σκύλου;

Τη σύνδεση κάνει ο Πέτρος – Εμμανουήλ Μητσάκος, εκπαιδευτής σκύλων.

«Ο σκύλος μας και το αγριόπαιδο του Αβερόν. Σαν παραμύθι είναι ο τίτλος.

Γαλλία 9 Ιανουαρίου 1800: Στα δάση της Γαλλίας εμφανίστηκε ένα παράξενο ον. Αν και περπατούσε όρθιο, έμοιαζε περισσότερο με ζώο παρά με άνθρωπο.

Ήταν ένα αγόρι, ο Βίκτωρ, ηλικίας 10 έως 12 ετών. Έβγαζε μόνο γρυλισμούς και παράξενες κραυγές. Το παιδί δεν είχε ιδέα περί υγιεινής και έκανε τις ανάγκες του οπουδήποτε κι αν βρισκόταν.

O εκπαιδευτής σκύλων, Πέτρος – Εμμανουήλ Μητσάκος

Οδηγήθηκε, από αστυνομικούς, σε ένα ορφανοτροφείο, από το οποίο προσπαθούσε, διαρκώς, να δραπετεύσει. Φερόταν βίαια στο κάθε τι και έσκιζε με μανία τα ρούχα που προσπαθούσαν να του φορέσουν.

Αργότερα μεταφέρθηκε στο Παρίσι. Εκεί, έγιναν σημαντικές προσπάθειες για να αλλάξει η συμπεριφορά του. Πέτυχαν εν μέρει: έμαθε να ελέγχει τις φυσικές του ανάγκες, δέχτηκε να φοράει ρούχα, όμως παρέμενε αδιάφορος για τα παιχνίδια και δεν μπορούσε να προφέρει περισσότερες από κάποιες συγκεκριμένες λέξεις.

Όλα αυτά δεν συνέβαιναν γιατί το παιδί ήταν πνευματικά καθυστερημένο, αλλά γιατί δεν ήθελε, ή δεν μπορούσε, να μάθει την ανθρώπινη γλώσσα και να ενταχθεί, πλέον, στην ανθρώπινη κοινωνία.

Η ιστορία αυτή δείχνει την εξέλιξη που είχε το «αγριόπαιδο του Αβερόν», όταν προσπαθήσαμε να το φέρουμε στο δικό μας περιβάλλον. Και αποδεικνύει πως μόνον όταν ο άνθρωπος μεγαλώνει στο κοινωνικό περιβάλλον, μπορεί να ολοκληρώσει την προσωπικότητά του.

Φανερώνει, επίσης, πόσο διαφορετικοί θα ήμασταν, αν από τη γέννησή μας και μετά δεν είχαμε ζήσει μαζί με άλλους ανθρώπους. Αν δεν είχαμε γνωρίσει τη γλώσσα, τις αξίες, τους συμβολισμούς και τις συνήθειες της κοινωνίας, στην οποία ανήκουμε.

Όλα αυτά τα θεωρούμε αυτονόητα, και μας προκαλεί μεγάλη εντύπωση η συμπεριφορά κάποιου που τα στερήθηκε.

Πόσο αυτονόητο, όμως, είναι για ένα σκύλο;

Πόσο σημαντική είναι, τελικά, η κοινωνικοποίηση του σκύλου; Και τι αποτελέσματα θα έχω αν δεν φροντίσω να τον κοινωνικοποιήσω επαρκώς;

Η κοινωνικοποίηση του σκύλου μας είναι η έκθεσή του σε όλα τα ερεθίσματα, τα οποία υπάρχουν στην κοινωνία μας.

Αν ο σκύλος μας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα παραμείνει κλεισμένος, είτε μέσα στο διαμέρισμά μας, είτε μέσα στην αυλή μας, θα θεωρεί ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι αυτός που έχει ζήσει. Δηλαδή, η αυλή και το διαμέρισμα.

Οτιδήποτε υπάρχει παραέξω, θα του είναι άγνωστο. Και, σίγουρα, εκεί έξω υπάρχουν πολύ πιο πολύπλοκα πράγματα από αυτά τα οποία βρίσκονται μέσα σε μία αυλή.

Πράγματα που εμείς θεωρούμε απολύτως φυσιολογικά, για εκείνον δεν είναι. Εάν δεν τα έχει γνωρίσει, δεν θα μπορέσει, ποτέ, να εξοικειωθεί μαζί τους.

Κάποιος θα έλεγε ότι «σκύλος είναι, θα μάθει. Άστο να μεγαλώσει πιο πολύ». Κάποιος άλλος θα υποστήριζε ότι: «Δεν χρειάζεται και πολλά – πολλά. Αρκεί να τον αγαπάς και να τον φροντίζεις. Του είναι αρκετό για να ζήσει ευτυχισμένος».

Καταλήγοντας, θέλω, και πάλι, να τονίσω ότι αν το μικρό μας κουταβάκι δεν γνωρίσει την κοινωνία μας, τότε θα ξεκινήσει να αποκτά προβλήματα συμπεριφοράς, τα οποία μπορεί να μη φαίνονται όσο βρίσκεται στη νεαρή ηλικία, αλλά σιγά – σιγά, καθώς θα μεγαλώνει, θα αρχίσουμε να τα βλέπουμε. Γι΄αυτό το κουτάβι μας πρέπει να ξεκινήσει να βγαίνει στο δρόμο σταδιακά, να δει διαφορετικές παραστάσεις και καταστάσεις, και να πηγαίνει σε διαφορετικά μέρη.

Το καλύτερο πράγμα, το πιο πολύτιμο, που έχουμε να κάνουμε, εκτός από την αγάπη που του προσφέρουμε, τις αγκαλιές, τα φιλάκια και όλα τα σχετικά, είναι να πάρουμε το κουταβάκι μας και να το πάμε έξω. Να αφιερώσουμε λίγο χρόνο από την καθημερινότητά μας και να του γνωρίσουμε την κοινωνία μας: την κοινωνία στην οποία θα ζήσει».