Πιλοτική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Autism Research φέρνει στο προσκήνιο μια καινοτόμο θεραπευτική προσέγγιση για παιδιά με αυτισμό, η οποία βασίζεται στην ενίσχυση του εσωτερικού τους λόγου για την βελτίωση της ικανότητά τους να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους. Η θεραπεία με την ονομασία Thinking in Speech (TiS) φαίνεται να μειώνει τη συναισθηματική δυσφορία, προσφέροντας ένα ελπιδοφόρο εργαλείο για την ενίσχυση της αυτορρύθμισης.

Ο εσωτερικός λόγος ως εργαλείο συναισθηματικής αυτορρύθμισης

Ο αυτισμός είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει την επικοινωνία, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και τη διαχείριση των συναισθημάτων. Πολλά παιδιά στο φάσμα του αυτισμού δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν, να εκφράσουν ή να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους, κάτι που συχνά οδηγεί σε άγχος και δυσκολίες στην καθημερινότητά τους.

Η παρέμβαση εστιάζει στην ανάπτυξη του εσωτερικού λόγου, δηλαδή της ικανότητας να μιλά κανείς «σιωπηλά» στον εαυτό του, μια λειτουργία που έχει αποδειχθεί χρήσιμη για την επίλυση προβλημάτων και την ψυχολογική σταθερότητα. Πρόκειται για το «νοερό μονόλογο» που κάνουμε μέσα μας όταν, για παράδειγμα, λέμε «ηρέμησε», «σκέψου το αλλιώς» ή «μπορώ να το καταφέρω». Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, προηγούμενα δεδομένα δείχνουν πως ο εσωτερικός λόγος είναι λιγότερο ανεπτυγμένος σε αρκετά αυτιστικά παιδιά, γεγονός που δυσκολεύει τη χρήση της γλώσσας ως εργαλείου συναισθηματικής ρύθμισης.

Η μέθοδος TiS, η οποία σχεδιάστηκε από τη λογοθεραπεύτρια Janice Nathan –η ίδια διαγνώστηκε με αυτισμό το 2020 -στοχεύει στην ενίσχυση αυτής της ικανότητας μέσα από μοντελοποίηση γλωσσικών στρατηγικών. Δηλαδή, ο θεραπευτής «δείχνει με λόγια» πώς μπορεί κάποιος να σκεφτεί και να εκφράσει τα συναισθήματά του με λέξεις στις δύσκολες στιγμές. «Αν ένα παιδί δείχνει απογοήτευση, ο θεραπευτής μπορεί να πει: “Αυτό φαίνεται δύσκολο”, και να καθοδηγήσει το παιδί να εκφράσει κάτι όπως: “Χρειάζομαι βοήθεια”», εξηγεί ο Barry Nathan, συν-συγγραφέας της μελέτης και σύζυγος της Janice. «Ο στόχος είναι τα παιδιά να υιοθετήσουν αυτή τη μορφή εσωτερικής ομιλίας και να τη χρησιμοποιούν ανεξάρτητα».

Τα πρώτα αποτελέσματα της πιλοτικής δοκιμής

Η μελέτη περιέλαβε 22 παιδιά ηλικίας 7 έως 11 ετών με επίσημη διάγνωση αυτισμού, τα οποία χωρίστηκαν τυχαία σε 2 ομάδες: μια ομάδα άρχισε άμεσα τη θεραπεία, ενώ η άλλη περίμενε 10 εβδομάδες. Αυτός ο σχεδιασμός επέτρεψε στους ερευνητές να συγκρίνουν την πρόοδο ανάμεσα στα παιδιά που έκαναν ήδη τη θεραπεία και σε εκείνα που δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα. Πραγματοποιήθηκε εξ αποστάσεως από εκπαιδευμένους λογοθεραπευτές σε συνολικά 16 συνεδρίες των 30 λεπτών. Κατά τη διάρκειά της, παρευρισκόταν ένας φροντιστής (συνήθως γονέας), ενώ κάθε συνεδρία ξεκινούσε με το παιδί να επιλέγει ανάμεσα σε διάφορες δραστηριότητες, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία ήταν παιδοκεντρική και βασισμένη στη συνεργασία.

Τα αποτελέσματα αξιολογήθηκαν μέσω ερωτηματολογίων που συμπλήρωσαν οι γονείς σε τρία χρονικά σημεία. Σύμφωνα με το βασικό εργαλείο μέτρησης, το Emotion Dysregulation Inventory, τα παιδιά που συμμετείχαν στη θεραπεία εμφάνισαν σημαντική μείωση στη συναισθηματική δυσφορία (αναφέρεται σε αισθήματα όπως η στεναχώρια, η θλίψη ή η εσωτερική ένταση). Αυτό παρατηρήθηκε και στις δύο ομάδες μόλις ολοκλήρωσαν τη θεραπεία, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο χρόνος της παρέμβασης είχε λιγότερη σημασία από το να την λάβουν καθόλου. Παράλληλα, σημειώθηκε περιορισμένη αλλά υπαρκτή μείωση και στην αντιδραστικότητα, δηλαδή στην ένταση και ταχύτητα των αρνητικών συναισθηματικών αντιδράσεων. Η αλλαγή αυτή ήταν «οριακά στατιστικά σημαντική»: υπήρξε μια θετική τάση, αν και όχι απόλυτα ισχυρή.

Ωστόσο, η θεραπεία δεν φάνηκε να επηρεάζει άμεσα την ευρύτερη ικανότητα των παιδιών να ελέγχουν τη συμπεριφορά τους σε καταστάσεις έντονου συναισθηματικού φορτίου, σύμφωνα με τα εργαλεία μέτρησης εκτελεστικής λειτουργίας. Δηλαδή, μπορεί να αισθάνονταν καλύτερα αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι είχαν πάντα καλύτερο έλεγχο της συμπεριφοράς τους στην πράξη. Παρ’ όλα αυτά, η γενική βελτίωση στη συναισθηματική ευεξία αποτελεί σημαντικό εύρημα. «Η μέθοδος της Janice δεν επικεντρώνεται στην “καταστολή” της συμπεριφοράς, αλλά στην ενίσχυση της επίλυσης προβλημάτων», σημειώνει ο Nathan. «Και αυτό φαίνεται να έχει θετική επίδραση στην ψυχική κατάσταση των παιδιών».

Προκλήσεις, περιορισμοί και επόμενα βήματα

Αν και η μελέτη δεν κατέγραψε ανεπιθύμητες ενέργειες και είχε υψηλά ποσοστά συμμετοχής, οι ερευνητές εντόπισαν ορισμένες αδυναμίες. Ένα από τα απρόσμενα στοιχεία ήταν η έλλειψη επικοινωνίας των θεραπευτών με τους φροντιστές σχετικά με τις εφαρμοζόμενες στρατηγικές. «Αυτό δεν το περιμέναμε. Θα επανασχεδιάσουμε την εκπαίδευση ώστε να ενισχύσουμε αυτό το στοιχείο», δήλωσε ο Nathan. Οι γονείς χρειάζεται να γνωρίζουν τι εργαλεία χρησιμοποιούνται, ώστε να μπορούν να τα ενισχύουν και στο σπίτι.

Η έρευνα περιορίστηκε επίσης από το μικρό και ομοιογενές δείγμα, κάτι που θέτει ερωτήματα για τη δυνατότητα γενίκευσης των ευρημάτων. Επιπλέον, η μελέτη δεν μέτρησε άμεσα αν τα παιδιά ανέπτυξαν πράγματι εσωτερικό λόγο, γεγονός που αποτελεί ένα κενό για μελλοντική διερεύνηση.

Διαβάστε επίσης

Αυτισμός: Ενήλικες στο φάσμα – Τα ανεπαίσθητα συμπτώματα που τους προδίδουν

Αυτισμός: Με ποια σπάνια νευρομυϊκή νόσο συνδέεται, σύμφωνα με νέα έρευνα

Αυτισμός: Πόσο διαφέρει ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια; 20ετής μελέτη απαντά