Την ώρα που οι ειδήσεις για την ευλογιά των προβάτων και των αιγών πληθαίνουν, τόσο αναφορικά με τα κρούσματα όσο και με τα μέτρα πρόληψης που λαμβάνονται, έχει προκληθεί κύμα ανησυχίας στον κτηνοτροφικό κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό, το Τμήμα Ζωοανθρωπονόσων του ΕΟΔΥ, σε συνεργασία με το Τμήμα Λοιμωδών και Παρασιτικών Νοσημάτων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, παρουσιάζει τα βασικά δεδομένα σχετικά με τη νόσο.
Η ευλογιά των αιγοπροβάτων είναι ιογενής νόσος που προσβάλλει αποκλειστικά τα αιγοπρόβατα και προκαλείται από DNA ιούς, μέλη της οικογένειας Poxviridae και του γένους Capripoxvirus. Ο ιός μεταδίδεται με μεγάλη ταχύτητα, κυρίως μέσω άμεσης επαφής μεταξύ των ζώων ή με την εισπνοή μολυσμένων αερολυμάτων, σάλιου, ρινικών και οφθαλμικών εκκρίσεων, καθώς και μέσω μολυσμένων περιττωμάτων ή βλεννωδών εκκρίσεων σε στάβλους και χώρους συγκέντρωσης ζώων.
Παράλληλα, είναι δυνατή και η έμμεση μετάδοση μέσω μολυσμένων αντικειμένων, αποξηραμένων εφελκίδων ή μαλλιού, στα οποία ο ιός μπορεί να επιβιώσει για διάστημα που υπερβαίνει τους 6 μήνες. Αν και σπανιότερα, έχει καταγραφεί και μηχανική μετάδοση μέσω εντόμων.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η νόσος δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο και δεν αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία, παρά το γεγονός ότι προκαλεί σημαντικές οικονομικές απώλειες στον κτηνοτροφικό τομέα.
Εξάπλωση και τρέχουσα κατάσταση
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η νόσος εισήλθε στη χώρα διασυνοριακά τον Αύγουστο του 2024, μέσω τριών εκτροφών στον Έβρο, προερχόμενη από την Τουρκία. Έκτοτε, εξαπλώθηκε ταχύτατα, παρά την εφαρμογή αυστηρών περιοριστικών μέτρων στις Περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Στερεάς και Δυτικής Ελλάδας, καθώς και σε νησιά όπως η Λέσβος, η Λήμνος, η Άνδρος και η Κρήτη.
Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί πάνω από 1.000 μολυσμένες εκτροφές, ενώ έχουν θανατωθεί περίπου 300.000 ζώα. Οι απώλειες αυτές αποδίδονται τόσο στη μεγάλη ανθεκτικότητα και λοιμογόνο δράση του ιού όσο και στη μη ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων βιοασφάλειας.
Κλινική εικόνα
Η νόσος εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως πυρετό, απώλεια όρεξης, ρινικές και οφθαλμικές εκκρίσεις, καθώς και την εμφάνιση δερματικών αλλοιώσεων στα άτριχα σημεία του σώματος, συνήθως 2-4 ημέρες μετά την έναρξη του πυρετού. Οι αλλοιώσεις αυτές εξελίσσονται από ερυθρές κηλίδες σε φυσαλίδες και τελικά σε εφελκίδες. Η νοσηρότητα στα ευαίσθητα κοπάδια κυμαίνεται από 75% έως 100%, ενώ η θνητότητα μπορεί να φθάσει από 10% έως και 85%.
Σε περίπτωση υποψίας κρούσματος, ο κτηνοτρόφος ή ο ιδιώτης κτηνίατρος οφείλει να ενημερώσει άμεσα τις αρμόδιες Κτηνιατρικές Αρχές. Οι αρχές προβαίνουν σε επιτόπιο έλεγχο, συλλογή δειγμάτων και λήψη των απαραίτητων μέτρων. Εφόσον επιβεβαιωθεί η παρουσία του ιού, εφαρμόζονται τα μέτρα εκρίζωσης που προβλέπονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2020/687. Αυτά περιλαμβάνουν:
- τη θανάτωση όλων των ευαίσθητων ζώων της μολυσμένης εκτροφής,
- την υγειονομική καταστροφή των νεκρών ζώων και των μολυσμένων ζωοτροφών,
- τον καθαρισμό και την απολύμανση των χώρων, του εξοπλισμού και των μέσων μεταφοράς,
- καθώς και την επιβολή αυστηρών περιορισμών στη μετακίνηση ζώων και προϊόντων τους, με στόχο την αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης της νόσου.
Διαβάστε επίσης
Φέτα σε κίνδυνο: Πώς η ευλογιά των αιγοπροβάτων απειλεί ένα από τα κορυφαία ελληνικά προϊόντα ΠΟΠ
Οκτώ ερωτήσεις και απαντήσεις για την ευλογιά των προβάτων – Τα μέτρα για τον περιορισμό της νόσου