Η Υγεία είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι κυριότεροι εκ των οποίων ταξινομούνται σε τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες: α) φυσικό περιβάλλον (π.χ. ατμοσφαιρική ρύπανση), β) κοινωνικό περιβάλλον (π.χ. εισόδημα), γ) συμπεριφορές που σχετίζονται με την υγεία (π.χ. κάπνισμα), δ) βιολογικοί παράγοντες (π.χ. κληρονομικότητα). Από τις τέσσερις κατηγορίες την πιο σημαντική επίδραση στην υγεία ασκούν οι κοινωνικοί παράγοντες.

 Ο κ. Γιάννης Τούντας

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), σε πρόσφατη έκθεσή του για την ισότητα στην υγεία, ταξινόμησε τους κοινωνικούς προσδιοριστές υγείας σε πέντε βασικές κατηγορίες: α) υπηρεσίες υγείας, β) εισοδηματική ασφάλεια και κοινωνική προστασία, γ) συνθήκες διαβίωσης, δ) κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, ε) απασχόληση και συνθήκες εργασίας.

Επειδή, όμως, οι ανθρώπινες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη ανισοτήτων, είναι φανερό ότι οι κοινωνικοί αυτοί παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία είναι επίσης άνισα κατανεμημένοι σε κάθε πληθυσμό. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρούνται σοβαρές διαφοροποιήσεις στην υγεία, όχι μόνο από κοινωνία σε κοινωνία, αλλά και μεταξύ των μελών κάθε κοινωνίας, ανάλογα με τη θέση που κατέχουν σε αυτήν και την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν. Οι διαφοροποιήσεις είναι λιγότερο έντονες στα πρώτα χρόνια της ζωής, ενώ αυξάνονται με το πέρασμα των χρόνων.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των μεγάλων διαφορών του προσδόκιμου ζωής ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες. Στις ανεπτυγμένες χώρες το προσδόκιμο ζωής ξεπερνά πλέον το 80 έτη, ενώ σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής δεν ξεπερνά τα 60 έτη. Σέ ότι αφορά τις ίδιες τις χώρες, οι αφροαμερικανοί στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης είχαν μεγαλύτερη θνησιμότητα από ό,τι οι αγρότες στο Μπανγκλαντές.

Τι ισχύει στην Ελλάδα 

Στη χώρα μας, πολλές μελέτες έχουν διαπιστώσει σημαντικές κοινωνικές ανισότητες υγείας ανάμεσα σε γεωγραφικές περιοχές και ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις.

Σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης για τις «Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία» που πραγματοποιήσαμε στο Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΥ) με την υποστήριξη της MSD και που εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Επίκεντρο, διαπιστώνονται σημαντικές ανισότητες σε όλους σχεδόν τους δείκτες θνησιμότητας και νοσηρότητας, στην αυτοαξιολογούμενη υγεία, καθώς και σε συμπεριφορές υγείας όπως είναι η διατροφή, το κάπνισμα και η άσκηση.

Ειδικότερα, το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων το 2023 αντιστοιχούσε σε 84,4 έτη, κατέχοντας τη 15η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ και ήταν ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο για το σύνολο της ΕΕ.  Όμως, το προσδόκιμο ζωής βάσει του επιπέδου εκπαίδευσης για την περίοδο 2013-2017 παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ όσων έχουν λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση και όσων έχουν χαμηλότερου επιπέδου εκπαίδευσης. Η σχετική διαφορά κυμαίνεται από 1,1 χρόνια το 2014 έως 2,3 χρόνια το 2017.

Σημαντικά μεγαλύτερη διαφορά 4,2 ετών καταγράφεται το 2013, πιθανότατα εξαιτίας των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, η οποία έπληξε πρωτίστως τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Αντίστοιχα δεδομένα του 2017 για τις χώρες της ΕΕ δείχνουν πως επίσης το προσδόκιμο ζωής ήταν υψηλότερο για τα άτομα που είχαν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ανάλογες διαφορές παρατηρούνται με βάση το εισόδημα, αν και το επίπεδο εκπαίδευσης θεωρείται για την Ελλάδα καλύτερος δείκτης κοινωνικής κατάστασης από ό,τι το εισόδημα.

Ο παράγοντας της εκπαίδευσης 

Το προσδόκιμο ζωής επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από τη βρεφική θνησιμότητα (θάνατοι βρεφών έως ενός έτους ανά 1.000 γεννήσεις), επειδή όσοι περισσότεροι θάνατοι συμβαίνουν σε μικρές ηλικίες τόσο περισσότερο μειώνεται το προσδόκιμο ζωής. Και ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας κατά την περίοδο 2012-2021 επηρεάστηκε αρνητικά από την οικονομική κρίση, κυρίως στα φτωχότερα στρώματα. Παρουσίασε άνοδο κατά την περίοδο 2012-2016, εν συνεχεία σταθεροποιήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα, χωρίς όμως να πλησιάζει τα προ κρίσης επίπεδα. Η μέση βρεφική θνησιμότητα στις χώρες της ΕΕ ήταν 3,2 για το 2021, ενώ στην Ελλάδα για το αντίστοιχο έτος ήταν ελαφρώς υψηλότερο (3,5).

Οι διαφορές με βάση την εκπαίδευση ήταν πολύ μεγαλύτερες στη δηλούμενη ύπαρξη χρόνιας ασθένειας ή προβλήματος υγείας κατά την περίοδο 2013-2022. Τα ποσοστά στα άτομα χωρίς τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν περίπου τριπλάσια απ’ ό,τι σε εκείνα με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και στις δύο κατηγορίες τα ποσοστά παρουσίαζαν άνοδο το 2020 και το 2021, πιθανότατα εξαιτίας της πανδημίας Covid-19. Τα δεδομένα αυτά συνάδουν και με τα αντίστοιχα σε όλες τις χώρες της ΕΕ για το 2022.

Με βάση όσα αναφέρθηκαν, είναι φανερό πως η προάσπιση και η βελτίωση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού και η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία δεν εξαρτάται μόνο από την επαρκή και δίκαιη παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλά και από τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, ειδικά σε ό,τι αφορά το εισόδημα, την εκπαίδευση και τις συνθήκες διαβίωσης.

*O κ. Γιάννης Τούντας είναι ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής. 

* Το Πρώτο ΘΕΜΑ και οι ιστοσελίδες protothema.gr και ygeiamou.gr αναδεικνύουν την αξία της καινοτομίας στο σύγχρονο Οικοσύστημα υγείας, μέσα από σειρά άρθρων που υπογράφουν ειδικοί.

*Η MSD Ελλάδος υποστηρίζει την πρωτοβουλία. H φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμία ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.