Στη δύσκολη μάχη των ελληνικών νοσοκομείων ενάντια στα ανθεκτικά μικρόβια και στις σοβαρές, συχνά θανατηφόρες λοιμώξεις που προκαλούν, ένας ακόμη «εχθρός» μπήκε στο πεδίο, απειλώντας όσους νοσηλεύονται: ο μύκητας Candidozyma auris (πρώην Candida auris).

Η επέλασή του είναι γοργή φέρνοντας την Ελλάδα στη 2η θέση σε κρούσματα ασθενών πανευρωπαϊκά και κινητοποιώντας τις επιστημονικές και υγειονομικές αρχές. Μάλιστα, από μια ειρωνεία της τύχης η πορεία του μύκητα Candidozyma auris (C. auris) αποτυπώθηκε στην τελευταία δραματική έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (European Centre for Disease Prevention and Control, ECDC) από τον Έλληνα αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Μικροβιακής Αντοχής και Νοσοκομειακών Λοιμώξεων, Δρα Διαμαντή Πλαχούρα.

Ο αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Μικροβιακής Αντοχής και Νοσοκομειακών Λοιμώξεων, Δρ Διαμαντής Πλαχούρας

Ο απολογισμός για το διάστημα 2013 – 2023 περιλαμβάνει περισσότερα από 4.000 περιστατικά λοίμωξης λόγω του μύκητα, με δραστική αύξηση το 2023 που δηλώθηκαν 1.346 νέα περιστατικά από 18 χώρες. Ωστόσο, πέντε χώρες (Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία, Ρουμανία, Γερμανία,) συγκεντρώνουν τα περισσότερα κρούσματα μέσα στη δεκαετία. Πρόσφατες επιδημίες έχουν αναφερθεί στην Κύπρο, τη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ σε Ελλάδα, Ιταλία, Ρουμανία και Ισπανία οι αρμόδιες αρχές δηλώνουν ότι δεν μπορούν πλέον να διακρίνουν συγκεκριμένες εστίες λόγω της εκτεταμένης περιφερειακής ή εθνικής διασποράς.

«Από το 2014 παρατηρήθηκαν οι πρώτες νοσοκομειακές επιδημίες στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα κατά την πανδημία κορωνοϊού, παρατηρήθηκε μεγάλη εξάπλωση σε συγκεκριμένες χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ρουμανία. Σε αυτές η εξάπλωση θεωρείται ενδημική, δηλαδή υπάρχει συνεχής διασπορά στα νοσοκομεία, καθιστώντας δύσκολο τον εντοπισμό μεμονωμένων νοσοκομειακών επιδημιών» λέει μιλώντας στο ΘΕΜΑ, ο Δρ Πλαχούρας.

Ο Έλληνας λοιμωξιολόγος – και πρώην επίκουρος καθηγητής Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή Αθηνών – βρίσκεται στο ECDC από το 2012. Το επιστημονικό ενδιαφέρον του για το δύσκολο πεδίο των ανθεκτικών παθογόνων αλλά και η πεποίθησή του πως μόνο η συνεργασία σε επίπεδο ακαδημαϊκό, υγειονομικό, ρυθμιστικό μπορεί να δώσει λύσεις και απαντήσεις στο μείζον θέμα της μικροβιακής αντοχής, τον οδήγησαν, από το νοσοκομείο Αττικόν όπου εργαζόταν, στον σημαντικότερο ευρωπαϊκό φορέα δημόσιας υγείας.

«Για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε ότι ο μύκητας C. auris προκαλεί λοίμωξη στον άνθρωπο το 2009. Θεωρείται ότι η κλιματική αλλαγή συνέβαλε στην εμφάνισή του, καθώς είναι ένα παθογόνο που μπορεί να επιβιώσει σε υψηλότερες θερμοκρασίες, τόσο στον ανθρώπινο οργανισμό όσο και στο περιβάλλον» σημειώνει.

Χρειάστηκε μια δεκαετία για να «εισβάλλει» ο μύκητας και σε ελληνικό νοσοκομείο, καθώς «καταγράφηκε στην Ελλάδα το 2019 πρώτη φορά, με την περίοδο της πανδημίας όμως να εκτοξεύονται τα περιστατικά». Κατά την τελευταία δεκαετία η χώρα μας κατέγραψε 852 περιστατικά, λίγα λιγότερα από εκείνα της Ισπανίας, που έχει την αρνητική πρωτιά στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με το ECDC, αν και ο αριθμός των λοιμώξεων από C.auris αυξάνεται σαφώς, εφόσον δεν υπάρχει συστηματική επιτήρηση και υποχρεωτική αναφορά, η πραγματική έκταση του προβλήματος πιθανόν υποεκτιμάται.

Εύκολος στόχος οι βαριά πάσχοντες

«Ο μύκητας προσβάλλει κυρίως βαριά πάσχοντες ασθενείς (νοσηλευόμενους σε ΜΕΘ, μετά από μεγάλες επεμβάσεις, με επεμβατικές συσκευές όπως καθετήρες, τραχειοστομία κα.). Προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις του αίματος με υψηλή θνητότητα (πάνω από 50%), αν και οι ασθενείς αυτοί είναι ήδη πολύ επιβαρυμένοι και με δύσκολη πρόγνωση. Και όπως συμβαίνει με πολλά παθογόνα ο μύκητας είναι ανθεκτικός στα αντιμυκητιασικά φάρμακα πρώτης γραμμής» εξηγεί ο Δρ Πλαχούρας τη συμπεριφορά του μύκητα.

Εξίσου μεγάλο πρόβλημα αποτελεί, όπως προσθέτει, ότι «πρώτα αποικίζει τον ασθενή, που σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να είναι φορέας του μύκητα C.auris χωρίς να έχει συμπτώματα. Και σε αυτήν την περίπτωση μεταδίδεται εύκολα μέσω του περιβάλλοντος σε άλλους ασθενείς. Επιβιώνει πχ στο κομοδίνο που είναι δίπλα στο νοσοκομειακό κρεβάτι ή στα κάγκελα του κρεβατιού και από εκεί μπορεί να μεταδίδεται σε άλλους ασθενείς. Αλλά και σε ιατρικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούν οι επαγγελματίες υγείας, όπως πχ στα πιεσόμετρα και τα θερμόμετρα, από τα οποία είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθεί. Έχουν περιγραφεί επιδημίες σε νοσοκομεία που βρέθηκε ότι ξεκίνησαν από αποικισμένο με C.auris θερμόμετρο».

Ο αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Μικροβιακής Αντοχής και Νοσοκομειακών Λοιμώξεων του ECDC λέει χαρακτηριστικά πως «για την επιστημονική κοινότητα είναι πρωτοφανής η συμπεριφορά του συγκεκριμένου μύκητα σε σύγκριση με όσα γνωρίζει για τη συμπεριφορά μυκήτων της ίδιας οικογένειας. Η επιβίωση στο περιβάλλον και η μακροχρόνια φορεία είναι συμπεριφορές ασυνήθιστες για μύκητες της οικογένειας Candida καθιστώντας τον C. auris ιδιαίτερα ικανό να μεταδίδεται στο νοσοκομειακό περιβάλλον».

Υπάρχει, ωστόσο, ένα θετικό – τηρουμένων των αναλογιών- στοιχείο σε ό,τι αφορά τον νέο «εχθρό». Δεν προσβάλλει τον υγιή πληθυσμό και δεν υπάρχουν ενδείξεις στην εξέλιξή του τα τελευταία 14 χρόνια ότι μπορεί να το κάνει.

Τα κλειδιά για την αντιμετώπιση

Το ECDC αξιολογεί πλέον τακτικά την επιδημιολογική κατάσταση, την εργαστηριακή ικανότητα και την ετοιμότητα για την C. auris. Στόχος είναι να υποστηρίξει τα κράτη μέλη στη βελτίωση της ετοιμότητας και της ικανότητας έγκαιρης ανταπόκρισης, ώστε να προληφθούν ή να περιοριστούν επιδημίες C. auris και να αποφευχθεί περαιτέρω μετάδοση. Το γεγονός ότι η καταγραφή των περιστατικών λοίμωξης λόγω μύκητα C. Auris δεν είναι υποχρεωτική για όλες τις χώρες, με την Ελλάδα να υπάγεται στο ίδιο προαιρετικό καθεστώς, δεν συμβάλλει στη συνολική και βέλτιστη διαχείριση του προβλήματος.

«Η έγκαιρη ανίχνευση και ο ταχύς, συντονισμένος έλεγχος των λοιμώξεων μπορούν πάντα να αποτρέψουν την περαιτέρω μετάδοση» λέει ο Δρ Πλαχούρας. Σε κάθε περίπτωση, η καθαριότητα και η απολύμανση του εξοπλισμού αποτελούν κινήσεις – κλειδιά για τον έλεγχο της εξάπλωσης του μύκητα. Σημαντική είναι επίσης η καταγραφή της φορείας στο ιατρικό αρχείο του ασθενούς για τη λήψη μέτρων απομόνωσης και περιορισμού της μετάδοσης.

Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση με τον Έλληνα αξιωματούχο του ECDC – σημειωτέον έγινε στο περιθώριο της συμμετοχής του στο πρόσφατο Διεθνές Συνέδριο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων στη Γενεύη-  δεν θα μπορούσε να λείψει η αναφορά στο μείζον ζήτημα της μικροβιακής αντοχής και στις επιδόσεις της χώρας μας.

«Η Ελλάδα έχει εξαιρετικό δυναμικό, γιατρούς και νοσηλευτές και επαγγελματίες υγείας που πραγματικά προσφέρουν ό,τι περισσότερο μπορούν. Είναι συστημικοί οι λόγοι που συμβάλλουν στο μέγεθος του μείζονος προβλήματος της μικροβιακής αντοχής, κάτι που καταγράφεται και στην έκθεση της τελευταίας επίσκεψης που κάναμε το 2024. Τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν από τη μία μέρα στην άλλη, γίνονται όμως σωστά βήματα» αναφέρει ο Έλληνας ειδικός, προσθέτοντας πώς δύο μέτρα έχει αποδειχθεί ότι δίνουν λύση: η υγιεινή των χεριών του υγειονομικού προσωπικού και η ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών.

Μάλιστα, παραλληλίζει τη μικροβιακή αντοχή με την κλιματική αλλαγή: «κάθε μικρή μας επιλογή φαίνεται ασήμαντη, αλλά όταν όλοι μαζί συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο, οι συνέπειες μας επηρεάζουν όλους. Πχ το να πάρει κάποιος το αυτοκίνητό του για μια μικρή διαδρομή φαίνεται ασήμαντο, αλλά όταν όλοι μαζί υιοθετούμε τέτοιες συμπεριφορές, το αποτέλεσμα φαίνεται στο περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει και για τα αντιβιοτικά: όταν ο καθένας μας παίρνει ένα αντιβιοτικό χωρίς λόγο, φαίνεται κάτι μικρό. Όμως, όταν αυτό συμβαίνει σε μεγάλη κλίμακα, οι συνέπειες μας αφορούν όλους, η αντίσταση στα αντιβιοτικά είναι επίπτωση για όλους. Η απάντηση, λοιπόν, έρχεται μέσα από τη στάση και τη συμπεριφορά του καθενός ξεχωριστά».

Τα ανησυχητικά δεδομένα

  • 1.346 περιστατικά λοίμωξης με C. auris καταγράφηκαν σε 18 ευρωπαϊκές χώρες μόνο το 2023
  • 4.000 περιστατικά και πλέον έχουν καταγραφεί σε διάστημα δεκαετίας
  • 5 χώρες είναι αυτές με τα περισσότερα καταγεγραμμένα κρούσματα στην Ευρώπη, ανάμεσα στις οποίες 2η η Ελλάδα
  • 852 κρούσματα λοίμωξης με C. auris καταγράφηκαν τη δεκαετία 2013-2023 στην Ελλάδα
  • 15 χώρες στην Ευρώπη μόνο έχουν αναπτύξει ειδικές εθνικές οδηγίες για την πρόληψη λοιμώξεων στα νοσοκομεία.

Διαβάστε επίσης 

Νοσοκομειακές λοιμώξεις: Ψηφιακή πλατφόρμα για τη διαχείρισή τους – Τι δείχνουν τα πρώτα στοιχεία

Αντιβιοτικά: 1 στους 4 ‘Ελληνες επιμένει να τα παίρνει χωρίς συνταγή γιατρού

Νοσοκομειακές λοιμώξεις: Τι δρομολογεί το υπουργείο Υγείας για τον περιορισμό τους