Το άρθρο υπογράφουν ο Βύρων Κοτζαμάνης  Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, καθηγητής Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

& η Αναστασία Κωστάκη, Ομότιμη Καθηγήτρια στο Τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Οι μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ευρώπη χαρακτηρίστηκαν από υψηλά ποσοστά γονιμότητας, με τους δείκτες να ξεπερνούν τα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Η εικόνα αυτή, όμως, άρχισε να αλλάζει ριζικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας υποχώρησαν σταδιακά και, τα τελευταία χρόνια (2022-2023), στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καταγράφονται τιμές χαμηλότερες ή ίσες με 1,5 παιδιά ανά γυναίκα, σηματοδοτώντας μια νέα πραγματικότητα για τις κοινωνίες και τα δημογραφικά τους δεδομένα.

Μια πρόσφατη ανάλυση του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών εξέτασε 30 ευρωπαϊκές χώρες για διάστημα 54 ετών (1970-2023), ταξινομώντας τες με βάση τον αριθμό των ετών, όπου οι δείκτες βρέθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα (≤1,5 παιδιά ανά γυναίκα). Τα αποτελέσματα ανέδειξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ

Σε 10 χώρες, όπως η Γαλλία και η Ισλανδία, οι δείκτες είτε δεν έπεσαν ποτέ κάτω από το όριο αυτό είτε καταγράφηκαν μόλις για λίγα χρόνια (λιγότερα από 15). Στον αντίποδα, 5 χώρες –μεταξύ αυτών η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Αυστρία και η Γερμανία– καταγράφουν χαμηλές τιμές για 35 ή και περισσότερα χρόνια, γεγονός που αντικατοπτρίζει και τη μείωση του συνολικού αριθμού παιδιών που αποκτήθηκαν.

 

Η μείωση της γονιμότητας δεν μπορεί να αποδοθεί σε έναν μόνο παράγοντα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Η αστικοποίηση, η επέκταση της εκπαίδευσης, η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, οι δυσκολίες συνδυασμού οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, η άνοδος του κόστους ανατροφής παιδιών, αλλά και οι μεταβολές στις οικογενειακές δομές, με την αύξηση των διαζυγίων και των μονογονεϊκών νοικοκυριών.

Παράλληλα, οι έρευνες δείχνουν ότι η επιθυμία για 2 ή περισσότερα παιδιά παραμένει ζωντανή στις περισσότερες χώρες, γεγονός που αποκαλύπτει τη δυσκολία των ζευγαριών να πραγματοποιήσουν τις προσδοκίες τους.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι χώρες που διατήρησαν τους υψηλότερους δείκτες είναι εκείνες που ανέπτυξαν έγκαιρα πολιτικές στήριξης της οικογένειας και του παιδιού, σε συνδυασμό με ένα πιο αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας. Αντιθέτως, οι χώρες που δεν υιοθέτησαν τέτοια μέτρα βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλής γονιμότητας, με τις δημογραφικές συνέπειες να είναι πλέον εμφανείς.

Γονιμότητα στην Ευρώπη (1970 με 2023):

  • 30 χώρες αναλύθηκαν για διάστημα 54 ετών.
  • Στις περισσότερες, οι δείκτες το 2022-2023 έπεσαν σε ≤1,5 παιδιά/γυναίκα.
  • 10 χώρες με σταθερά υψηλότερους δείκτες.
  • 5 χώρες με παρατεταμένη χαμηλή γονιμότητα (≥35 χρόνια κάτω από 1,5), ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
  • Σχεδόν όλες οι γενεές (1952-1982) επιθυμούσαν >2 παιδιά, αλλά τα πραγματικά μεγέθη παρέμειναν χαμηλότερα.

Διαβάστε επίσης

Δημογραφικό: Η Ευρώπη γερνάει – Ποια η θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη

10 μέτρα για το δημογραφικό – Η ανησυχία για την Ελλάδα και το «παράδοξο της ευημερίας»

Δημογραφικό: Δραματική ανισορροπία γεννήσεων και θανάτων – Σε ποιες περιοχές καταγράφονται μόνο θάνατοι