Τα συστήματα υγείας βρίσκονται υπό αυξανόμενη πίεση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, των χρόνιων ασθενειών και των οικονομικών περιορισμών, ενώ έχουν επιβαρυνθεί παραπάνω από προκλήσεις όπως η πανδημία του κορωνοϊού και η κλιματική αλλαγή. Στην Ελλάδα, αυτές οι πιέσεις συνδυάστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, αποκαλύπτοντας διαρθρωτικές αδυναμίες και δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας. Παρά τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις που στόχευαν στη χρηματοδότηση, την παροχή υπηρεσιών και τη Δημόσια Υγεία, οι επίμονες διαρθρωτικές αδυναμίες, ο ανεπαρκής σχεδιασμός έχουν υπονομεύσει την πρόοδο.
Σε μελέτη τους που δημοσιεύεται στο «The Lancet» οι Καθηγητές Ηλ. Κυριόπουλος, Κ. Αθανασάκης, Σ. Τσόλη, Ηλ. Μόσιαλος και Ειρ. Παπανικόλα, καταγράφουν τις προκλήσεις του ελληνικού συστήματος Υγείας.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ο πληθυσμός της Ελλάδας γηράσκει με ταχείς ρυθμούς και ταυτόχρονα μειώνεται η γονιμότητα, με αποτέλεσμα η χώρα μας να κατατάσσεται μεταξύ των πιο «γηρασμένων» πληθυσμών στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Οι προβλέψεις δείχνουν ότι έως το 2050, περισσότερο από το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, με σχεδόν το 13% να είναι άνω των 80 ετών. Ως αποτέλεσμα, οι αυτοαναφερόμενες χρόνιες ασθένειες έχουν αυξηθεί. Συγκεκριμένα, το 59,0% των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, το 72,8% των ατόμων ηλικίας 75 ετών και άνω, και το 85,3% των ατόμων ηλικίας 85 ετών και άνω αναφέρουν χρόνιες παθήσεις ή προβλήματα υγείας. Η Ελλάδα καταγράφει επίσης από τα υψηλότερα ποσοστά πολυνοσηρότητας στην ΕΕ, που επηρεάζουν πάνω από τους μισούς άνω των 65 ετών, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου στο 44%.
Σε σύγκριση με άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος, η Ελλάδα αποδίδει χαμηλά σε βασικούς συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η φυσική δραστηριότητα και η παχυσαρκία. Τα ποσοστά υπέρβαρου και παχυσαρκίας σε ενήλικες και παιδιά αυξάνονται σταθερά από τη δεκαετία του 1990, ξεπερνώντας γειτονικές χώρες, και συγκαταλέγονται στα υψηλότερα της Ευρώπης. Πιο αναλυτικά, τα ποσοστά υπέρβαρου και παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, επηρεάζοντας το 41% των παιδιών ηλικίας 5–9 ετών και το 35,3% των εφήβων ηλικίας 10–19 ετών. Αν και η συχνότητα του καπνίσματος έχει μειωθεί, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, στο 25%.
Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, η διαφορετική έκθεση σε χρόνιους στρεσογόνους παράγοντες και τα κενά στη γνώση υγείας συμβάλλουν σε ανισότητες στις συμπεριφορές υγείας. Για παράδειγμα, παρατηρείται έντονη κοινωνικοοικονομική διαβάθμιση στις διατροφικές συνήθειες και στα ποσοστά παχυσαρκίας· τα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο έχουν ποσοστό παχυσαρκίας 64% έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 54%. Οι ανισότητες αυτές έχουν επιδεινωθεί από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τη συνεχιζόμενη κρίση κόστους ζωής. Οι πρόσφατες πληθωριστικές πιέσεις επηρέασαν περαιτέρω το κόστος στέγασης, τις τιμές τροφίμων και τους λογαριασμούς ενέργειας. Περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ σχεδόν το 14% βιώνει σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις.
Η Ελλάδα έχει επίσης καταγράψει αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως πυρκαγιές, πλημμύρες και καύσωνες, με αποτέλεσμα τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων από θερμοπληξία στην Ευρώπη το 2023. Η επιδεινούμενη ποιότητα του αέρα, ειδικά σε αστικές περιοχές, εντείνει τις επιπτώσεις των καυσώνων στην υγεία. Η έκθεση σε αιωρούμενα σωματίδια (PM2,5), διοξείδιο του αζώτου (NO₂) και όζον (O₃) συνδέθηκε με περισσότερους από 15.000 θανάτους και 133.200 χαμένα έτη ζωής το 2022. Οι κλιματικοί αυτοί κίνδυνοι προσθέτουν περαιτέρω προκλήσεις στη δυναμικότητα, την ετοιμότητα και την ανθεκτικότητα των υπηρεσιών υγείας.
Η μικροβιακή αντοχή (AMR) αποτελεί επίσης κρίσιμη ανησυχία, με την Ελλάδα να αναφέρει από τα υψηλότερα ποσοστά αντοχής στην Ευρώπη. Πάνω από το 68% των βακτηριακών δειγμάτων εμφανίζουν αντοχή – πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μαζί με τη Ρουμανία. Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο εκτιμώμενο ποσοστό αντοχής για 12 συνδυασμούς αντιβιοτικών–βακτηρίων προτεραιότητας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μαζί με την Τουρκία. Ως αποτέλεσμα, αναφέρει τη δεύτερη υψηλότερη συχνότητα νοσοκομειακών λοιμώξεων στην ΕΕ, μετά την Κύπρο, με περισσότερο από το 12% των νοσηλευόμενων ασθενών να αποκτούν λοίμωξη, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου περίπου 7%.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, το ελληνικό σύστημα υγείας έχει εφαρμόσει αρκετές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των εξελισσόμενων προκλήσεων στη Δημόσια Υγεία. Ποιες είναι οι βασικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στη βελτίωση της οικονομικής βιωσιμότητας και της αποδοτικότητας, στην ενίσχυση της παροχής υπηρεσιών υγείας, στη βελτίωση της ποιότητας της φροντίδας, στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό υγείας και στην απόκριση σε μείζονες αναδυόμενες απειλές για τη δημόσια υγεία;
– Διασφάλιση οικονομικής βιωσιμότητας.
– Προσαρμογή της φροντίδας στις δημογραφικές και υγειονομικές ανάγκες.
– Βελτίωση της ποιότητας φροντίδας.
– Διαχείριση των προκλήσεων των ικανοτήτων του συστήματος υγείας.
– Προσπάθειες ανταπόκρισης σε νέες προκλήσεις, όπως απαντήσεις σε αναδυόμενες απειλές (κλιματική κρίση, μικροβιακή αντοχή, κ.ά).
Τι προτείνουν οι Έλληνες Καθηγητές
Οι Καθηγητές της μελέτης επισημαίνουν κάποιες προτάσεις για αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Αυτές είναι:
– Προτεραιοποίηση της Δημόσιας Υγείας.
– Διασφάλιση βιώσιμης και δίκαιης χρηματοδότησης.
– Εκσυγχρονισμός της παροχής υπηρεσιών υγείας για την αντιμετώπιση σύνθετων αναγκών υγείας.
– Αποπολιτικοποίηση του συστήματος υγείας και των δομών δημόσιας υγείας.
Διαβάστε επίσης
Ποια 2 όπλα ρίχνει το υπουργείο Υγείας στη μάχη κατά της παχυσαρκίας
Δημογραφικό: Η Ευρώπη γερνάει – Ποια η θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη
Ο ψυχολογικός παράγοντας που διασώζει από χρόνιες νόσους τις 50αρες