Των Παναγιώτας Καρλατήρα, Βασίλη Τσακίρογλου
Στο ερώτημα «θα συμφωνούσατε με τη διακοπή της ιατρικής υποστήριξης ενός ασθενούς που βρίσκεται σε βαθύ κώμα και χωρίς καμία πιθανότητα ανάρρωσης;» οι 6 στους 10 Ελληνες απαντούν «ναι», συγκατανεύοντας με την εμπρόθετη τεχνητή θανάτωση ενός ανθρώπου που ασθενεί τόσο βαριά, ώστε θεωρείται περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός. Αυτό σημαίνει, έστω και πολύ σχηματικά, ότι η σημερινή ελληνική κοινωνία εμφανίζει μια ισχυρή τάση αποδοχής και υποστήριξης της λεγόμενης «παθητικής ευθανασίας». Ερμηνεύοντας αυτή την έσχατη και ανεπίστροφη λύση, κάπως σαν χειρονομία αλληλεγγύης και ελέους.
Το εξόχως σημαντικό αυτό εύρημα αναδεικνύεται, ανάμεσα σε άλλα, από την πρώτη συστηματική και ολοκληρωμένη έρευνα που διεξήγαγε η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής (ΕΕΒΤ). Και, θα έλεγε κανείς ότι η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο πρόσφορη, δεδομένης της πρόσφατης αναζωπύρωσης της δημόσιας συζήτησης γύρω από το ζήτημα της ευθανασίας. Εξ αφορμής, βεβαίως, ενός τραγικού και εξίσου αμφιλεγόμενου περιστατικού το οποίο συνέβη στις 31 Μαΐου στην Κρήτη, όταν ένας 87χρονος άντρας πυροβόλησε και σκότωσε τη σύζυγό του, μέσα σε θάλαμο νοσηλείας του Γενικού Νοσοκομείου στο Ρέθυμνο. Ο υπερήλικας δράστης αυτοπυροβολήθηκε αμέσως αφ’ ότου σκότωσε το άλλο του μισό, την επί μία ολόκληρη ζωή συμβία του. Αλλά το στοιχείο που μεγεθύνει εις άπειρον την τραγικότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έγκειται στο κίνητρο του φονέα και αυτόχειρα: Στο τελευταίο σημείωμα που άφησε πίσω του, εξήγησε ότι επεδίωξε να λυτρώσει τη σύζυγό του που νοσούσε με καρκίνο από τα μαρτύριά της.
Συνεπώς, στη σκιά μιας βίαιης, διπλής εγκληματικής πράξης, ενός φόνου εν ψυχρώ και μίας αυτοκτονίας, όπου ένας εντελώς απελπισμένος άνθρωπος αποφασίζει να σκοτώσει και να σκοτωθεί από αγάπη, η ελληνική κοινή γνώμη εκφράζει τις απόψεις της για την ευθανασία. Και, όπως φαίνεται από τα σχετικά ερωτήματα που έθεσε η έρευνα της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής, οι Ελληνες στην πλειονότητά τους δεν καταδικάζουν -κάθε άλλο- το να δίνεται εσκεμμένα τέλος σε μια ανθρώπινη ζωή. Για την παράταση της οποίας -και όσο μπορεί να προδικάσει η ιατρική επιστήμη- έχει χαθεί τελειωτικά κάθε νόημα, κάθε ελπίδα.
Η έρευνα της ΕΕΒΤ για τις τρέχουσες στάσεις και αντιλήψεις σχετικά με τα μείζονα θέματα βιοηθικής και τεχνοηθικής στη σημερινή Ελλάδα, ειδικά δε στην ενότητα της Βιοηθικής και συγκεκριμένα ως προς το ζήτημα του τερματισμού της ζωής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προτεραιότητα για τους ερωτηθέντες έχει η απαλλαγή του ασθενή από τον περαιτέρω πόνο.
Πιο αναλυτικά, εκτός από το ερώτημα που ήδη αναφέρθηκε (περί «παθητικής ευθανασίας», για τις περιπτώσεις όπου το άτομο που ασθενεί βαριά θανατώνεται με απόφαση τρίτων), η έρευνα θέτει επίσης το ζήτημα της «ενεργητικής ευθανασίας». Ως εξής: «Αν ένας ασθενής σε τελικό στάδιο, που υποφέρει, ζητήσει από τον γιατρό του να του χορηγήσει ουσίες για να τερματίσει τη ζωή του, ποια από τις παρακάτω επιλογές θεωρείτε σωστή;» Σε αυτό το ερώτημα, οι απόψεις όπως αποτυπώθηκαν στις απαντήσεις 1.207 ατόμων, από όλη την Ελλάδα και με ποικίλα χαρακτηριστικά ως προς το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και τις γεωγραφικές περιφέρειες, έδειξαν σαφή προτίμηση προς την ευθανασία.
Το 43% απάντησε ότι ο γιατρός πρέπει να χορηγήσει το δηλητήριο στον ασθενή, το 28% πιστεύει πως ο γιατρός, μεν, θα πρέπει να είναι αυτός που θα χορηγήσει τη θανατηφόρο ουσία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι συγκατατίθεται η οικογένεια του ασθενή. Και μια μερίδα 22% θεωρεί ότι ο γιατρός δεν πρέπει να ενδώσει στην επιθυμία του ασθενή και, ασχέτως εάν η υγεία του είναι εντελώς και ανεπανόρθωτα κατεστραμμένη, να μην γίνει συνεργός στην ευθανασία.
Τι ισχύει ανά τον κόσμο
Σχολιάζοντας την έρευνα, ο αντιπρόεδρος και επικεφαλής της ΕΕΒΤ κ. Χαράλαμπος Τσέκερης επισημαίνει ότι «τα αποτελέσματα συνιστούν ερεθίσματα για ανοιχτή δημόσια συζήτηση και, μεταξύ άλλων, φαίνεται να επιβεβαιώνουν το επιστημονικό συμπέρασμα ότι η ηθική μας ζωή (α) συχνά μας εκπλήσσει και (β) είναι πολύ πλουσιότερη, πολύ πιο ποικιλόμορφη και αντιφατική από ό,τι νομίζουμε». Και ακριβώς επειδή το τι είναι ηθικώς αποδεκτό και τι όχι, ιδιαίτερα σε ένα ζήτημα τόσο κρίσιμο όσο το δικαίωμα επιλογής για το εάν κάποιος θα συνεχίσει να ζει ή θα τερματίσει τον οδυνηρό βίο του, γίνεται όλο και πιο πιεστική η ανάγκη θεσμικής διευθέτησης της ευθανασίας στην Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά στη διεθνή πρακτική, μόλις πριν από μερικές ημέρες, η Βρετανία προσχώρησε στα κράτη ανά τον κόσμο όπου η υποβοηθούμενη αυτοκτονία -ή θανάτωση- είναι νόμιμη. Η τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας, προβλέπει πλέον ότι ενήλικοι πολίτες της Βρετανίας και της Ουαλίας, σε κατάσταση μη ιάσιμης ασθένειας και σε τελικό στάδιο, με προσδόκιμο ζωής έξι μηνών κατά το μέγιστο, δικαιούνται να επιλέξουν τη λύση της ευθανασίας. Αντίστοιχες διατάξεις ισχύουν σε χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ισπανία, η Ελβετία, ο Καναδάς, η Αυστραλία κ.α.
Στην Ελλάδα, επί της ουσίας η σχετική συζήτηση δεν έχει ανοίξει ποτέ σοβαρά, δηλαδή με την προοπτική δημιουργίας ενός νομικού πλαισίου, το οποίο ενδεχομένως θα έθετε τους απαραίτητους όρους και τις προϋποθέσεις για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Επί του παρόντος, η ευθανασία θεωρείται εγκληματική ενέργεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ποινικές ευθύνες των εμπλεκόμενων, την παραπομπή τους στη ελληνική δικαιοσύνη κ.ο.κ.
Ωστόσο, περίπου 9 χρόνια προτού ο 87χρονος πυροβολήσει τη γυναίκα του και αυτοκτονήσει στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου, ήταν η περίπτωση του Αλέξανδρου Βέλιου εκείνη που είχε καταστήσει επίκαιρο το ζήτημα της ευθανασίας. Εν τέλει, ο ευρύτατα γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Βέλιος, έδωσε τέλος στη ζωή του εν Ελλάδι το Σεπτέμβριο του 2016, παρόλον ότι προηγουμένως είχε ανακοινώσει δημοσίως ότι σχεδίαζε να μεταβεί στην Ελβετία, σε ειδικό κέντρο υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Ο Αλέξανδρος Βέλιος ήταν ένθερμος υπέρμαχος του δικαιώματος στην ευθανασία, μια θέση που ανέπτυξε -μαζί με την προσωπική περιπέτειά του στην αναζήτηση της «λύτρωσης»- στο βιβλίο του «Εγώ κι ο θάνατός μου» (εκδ. Ροές).
Η θέση της επιστήμης
Αφορμής δοθείσης, τόσο από το περιστατικό στην Κρήτη όσο και από την έρευνα της ΕΕΒΤ, ο διακεκριμένος καθηγητής Χειρουργικής, κ. Δημήτρης Λινός αναφέρει στο Πρώτο ΘΕΜΑ ότι «σύντομα η συζήτηση για την νομιμοποίηση της ευθανασίας θα αρχίσει και στην Ελλάδα. Εντούτοις, είναι ξεκάθαρο ότι, ακόμη και στις χώρες όπου έχει νομικά επιτραπεί, σχεδόν το σύνολο των γιατρών αντιτίθεται στην ‘ενεργητική ευθανασία’, αλλά συνεχίζει να στηρίζει την ‘παθητική ευθανασία’, δηλαδή στην περίπτωση όπου διακόπτεται ή δεν χορηγείται θεραπεία όταν δεν υπάρχει ιατρική ελπίδα για βελτίωση της κατάστασης του ασθενούς. Εμείς οι γιατροί στηρίζουμε την παρηγορητική υποστήριξη, που περιλαμβάνει την αντιμετώπιση του πόνου κυρίως, καθώς και των άλλων προβλημάτων των ασθενών ‘τελικού σταδίου’. Είτε σε οργανωμένες μονάδες ‘ανακουφιστικής φροντίδας’ (hospice) εκτός νοσοκομείου είτε στο σπίτι του ασθενούς με την δυνατότητα κατ’ οικον νοσηλείας. Όμως, στη χώρα μας, δυστυχώς, οι μονάδες ανακουφιστικής φροντίδας είναι ελάχιστες και το ενδιαφέρον της πολιτείας, των ιατρικών συλλόγων κ.λπ. παραμένει στα λόγια. Ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, τις ΗΠΑ κ.α., η λειτουργία αυτών των μονάδων είναι ουσιαστική. Σε άλλες χώρες όπως η Ινδία αλλά και η Κίνα, τη στήριξη τόσο των ασθενών τελικού σταδίου όσο και των συγγενών τους, την αναλαμβάνει ο δήμος και η κοινωνία που κατοικούν. Στην Ταϊβάν, μάλιστα, υπάρχουν ιατρικές σχολές που στηρίζουν αυτούς τους ασθενείς και τις οικογένειες τους μέχρι τον θάνατο, με τη συμφωνία ότι το σώμα τους θα χρησιμοποιηθεί για τους φοιτητές στο μάθημα της Ανατομίας και τους ειδικευόμενους στην Χειρουργική για μικρό διάστημα. Κατόπιν, με σεβασμό, το σώμα επιστρέφεται στην οικογένεια για την κηδεία την οποία παρακολουθούν όλοι οι καθηγητές της ιατρικής, μαζί με τους εκπαιδευόμενους φοιτητές κ.λπ.»
Η «μαύρη τρύπα»
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, κ. Ευάγγελος Φιλόπουλος, ο οποίος εξ ορισμού έρχεται σχεδόν καθημερινά αντιμέτωπος με τα δυσεπίλυτα διλήμματα που σχετίζονται με την ευθανασία, εξηγεί στο Πρώτο ΘΕΜΑ ότι «η φροντίδα ασθενών τελικού σταδίου αποτελεί την μαύρη τρύπα, κυριολεκτικά, του συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Και αν υπάρχουν, εδώ και χρόνια, κάποιες προσπάθειες αντιμετώπισης του πόνου και άλλων συμπτωμάτων, αυτό οφείλεται στην μακρόχρονη δραστηριότητα αξιέπαινων γιατρών που στελεχώνουν εθελοντικά τα ιατρεία πόνου σε διάφορα νοσοκομεία της χώρας. Η απόφαση για αυτόβουλο πρόωρο τερματισμό μιας ζωής με πόνο ή μεγάλη ταλαιπωρία, είναι προσωπική υπόθεση όποιου βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση. Και αυτό είναι σεβαστό. Η κρατικά ρυθμιζόμενη διαδικασία της ευθανασίας, δηλ. της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, ενώ έχει εφαρμοστεί σε αρκετές χώρες, εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έντονου και βάσιμου προβληματισμού επιστημονικού, πολιτικού και ηθικού. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας, πριν συζητήσουμε για την ευθανασία, θα πρέπει πρώτα να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν επαρκώς στελεχωμένες δομές που να μπορούν να πραΰνουν τα βασανιστικά συμπτώματα των πασχόντων. Και μετά να ασχοληθούμε με την ευθανασία. Η αντίστροφη πορεία μπορεί να προκαλέσει αρνητικό κοινωνικό και ατομικό αντίκτυπο. Αλλά ακόμα και αν στην Ελλάδα θέσουμε τους πιο αυστηρούς κανόνες για την ευθανασία, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα στην πράξη αυτοί να μην γίνουν σεβαστοί».
Θεός και ευθανασία
Την ιδιαίτερη οπτική της ιατρικής η οποία βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τον χριστιανισμό επιχειρεί να αποτυπώσει στην εκτενή μελέτη του « Απόψεις επί συγκεκριμένων πεδίων ‘εφαρμογής’ της ούτω καλουμένης ευθανασίας» ο νευροχειρουργός Δρ. Νίκος Κορδιολής, πρώην διευθυντής της Νευροχειρουργικής Κλινικής στον «Άγιο Σάββα». Σύμφωνα με τον κ. Κορδιολή, «η ζωή αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού και η αρχή και το τέλος της βρίσκονται στα χέρια Του. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία η διάρκεια της ζωής και η στιγμή του θανάτου, με κανέναν τρόπο δεν προσδιορίζονται από ανθρώπινα δικαιώματα. Σήμερα η σύγχρονη ιατρική έχει την πλήρη δυνατότητα αντιμετώπισης του πόνου. Η ιατρική αποστολή από τα χρόνια του Ιπποκράτη μέχρι σήμερα είναι ταυτόσημη με τη θεραπεία και την υποστήριξή της και όχι του θανάτου της. Στην περίπτωση αδυναμίας θεραπείας, η ιατρική συμβάλλει στη σωματική και ψυχική υποστήριξη με την επιβαλλόμενη αξιοπρέπεια προς τον ασθενή, ως τις τελευταίες στιγμές της ζωής του». Επιπλέον, ο Δρ. Κορδιολής επισημαίνει τους ενδεχόμενους κινδύνους οι οποίοι ελλοχεύουν στη θεσμοθέτηση της ευθανασίας, αναφέροντας ότι «στη σημερινή, καταναλωτική κοινωνία, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε απειλή ζωής για τα άτομα με μειωμένες κοινωνικές ή οικονομικές δυνατότητες, καλλιεργώντας μια ρατσιστική και ευγονική λογική».
Ιατρική και νόμος
Η κυρία Εφη Βαγενά είναι καθηγήτρια Βιοηθικής στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ETH Zürich). Ως κατεξοχήν ειδική επί του θέματος, η κυρία Βαγενά δηλώνει στο Πρώτο ΘΕΜΑ ότι «μια πράξη όπως αυτή που συνέβη στο Ρέθυμνο δεν είναι ηθικά επιτρεπτή. Αφαιρέθηκε μια ζωή. Όμως, την ίδια ώρα, αναδεικνύει η πράξη το ερώτημα: Ποιες είναι οι επιλογές που έχει ένας ογκολογικός ασθενής; Σαφώς και κάθε κοινωνία πρέπει να βρίσκει τη δύναμη να βλέπει ποιες είναι οι θεμιτές επιλογές του ανθρώπου για το τέλος του. Και να τις διασφαλίζει. Κρίνονται πολλά, όπως για παράδειγμα, αν πρόκειται για ανίατη ασθένεια αν η είναι επώδυνη και σκληρή η μορφή και η εξέλιξη της νόσου, αν το άτομο έχει διαύγεια ψυχική, συναισθηματική, κοινωνική για να αποφασίζει, αν δίνει την συγκατάθεση του, αν έχει αξιολογηθεί από ανεξάρτητη ομάδα ιατρών, αν ελέγχεται η διαδικασία. Κρίσιμη λεπτομέρεια: Ο ρόλος του γιατρού, ο οποίος πρέπει να παραμείνει πιστός και συνεπής στη δέσμευσή του για τη διατήρηση της ζωής και όχι για τη λήξη της. Μάλιστα, όσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων σήμερα, αλλά και όσο επιδεινώνονται οι συνθήκες νόσησης είτε λόγω έλλειψη υποδομών είτε λόγω της μορφής της νόσου, θα αυξάνεται και το ενδιαφέρον για τις επιλογές του τέλους της ζωής. Είναι χρήσιμο προς αυτήν την κατεύθυνση να βλέπουμε καλές πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες. Στην Ελβετία, για παράδειγμα, ο γιατρός μπορεί να συνταγογραφεί το φάρμακο που θα οδηγήσει, εφόσον ληφθεί, στο τέλος της ζωής του ατόμου, αλλά δίνεται προτεραιότητα στη βούληση και μόνο του ατόμου για να το λάβει ή όχι. Είναι επιλογή του να αλλάξει γνώμη –εννοείται ότι με σημαντικές δικλείδες ασφαλείας σε όλη αυτή τη διαδικασία. Το θέμα έχει φτάσει και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως απασχολεί και την επιστημονική κοινότητα. Το βέβαιο είναι πως τραγικά και βίαια συμβάντα όπως αυτό στην Κρήτη, δεν πρέπει να καταγράφονται».
Διαβάστε επίσης
Διλήμματα Βιοηθικής: Επιτρέπεται ένα chatbox να μιλά με ασθενείς;
Ισπανία: Σχεδόν 180 ευθανασίες μέσα σε ένα χρόνο από την έναρξη ισχύος του νόμου