Μια συσκευή που μοιάζει με σεσουάρ μαλλιών και τοποθετείται στο δέρμα φαίνεται να μπορεί να εντοπίσει τις καρδιαγγειακές παθήσεις, πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων.

Η πειραματική συσκευή που δοκιμάστηκε πρόσφατα σε 100 εθελοντές, εκπέμπει δέσμες λέιζερ, έχει στο εσωτερικό της ένα μικροτσίπ το οποίο αναλύει την ταχύτητα και την κατεύθυνση των ακτίνων λέιζερ καθώς αυτές «συναντούν» τα αιμοφόρα αγγεία, δημιουργώντας ένα σκορ σκλήρυνσης των αρτηριών.

Η σκλήρυνση των αρτηριών αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης της κατάστασης των αιμοφόρων αγγείων και μπορεί να είναι προειδοποιητικό σημάδι για καρδιαγγειακές παθήσεις.

Τα υγιή αιμοφόρα αγγεία είναι ελαστικά και εύκαμπτα όταν το αίμα περνάει διαμέσου τους. Τα μη υγιή αιμοφόρα αγγεία είναι δύσκαμπτα, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο για στένωση των αρτηριών και  την έμφραξη τους από κάποιο θρόμβο.

Οι γιατροί συνήθως αξιολογούν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο μελετώντας δείκτες, όπως τα επίπεδα χοληστερόλης, την αρτηριακή πίεση, το κάπνισμα, τη διατροφή και τον τρόπο ζωής.

Ωστόσο μελέτες έχουν δείξει εδώ και πως το επίπεδο σκλήρυνσης των αρτηριών αποτελεί έναν από τους πιο ακριβείς τρόπους για να αξιολογηθεί η κατάσταση των σημαντικότερων αιμοφόρων αγγείων του ανθρωπίνου σώματος. Ενδεικτικά, το 2010 η μελέτη Framingham, μια από τις μεγαλύτερες έρευνες για τα αίτια της καρδιακής νόσου, έδειξε ότι η αρτηριακή σκλήρυνση αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος κατά 48%. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι ο έλεγχος της κατάστασης των αρτηριών θα πρέπει να προστεθεί στα υπόλοιπα τεστ πρόβλεψης του κινδύνου που διατρέχει κάποιος να εκδηλώσει καρδιαγγειακό νόσημα.

Αλλά δυστυχώς η μέθοδος που εφαρμόζεται σήμερα για τον έλεγχος της αθηροσκλήρωσης, δηλαδή η μέτρησης της ταχύτητας με την οποία διατρέχει το σφυγμικό κύμα το αρτηριακό δένδρο (Pulse Wave Velocity), απαιτεί χρόνο για να γίνει και υπάρχουν συστήματα Υγείας που δεν καλύπτουν το κόστος της. Επίσης, απαιτεί υψηλή εξειδίκευση από το ιατρικό προσωπικό.

Η νέα διαγνωστική συσκευή είναι ευκολότερη στη χρήση, ενώ απαιτεί τον μισό χρόνο για να διενεργήσει τον έλεγχο των αρτηριών. Ο γιατρός τοποθετεί τη συσκευή κοντά στο δέρμα στο πλαϊνό μέρος του λαιμού, εκεί όπου βρίσκεται η καρωτίδα. Πρόκειται για μία αρτηρία η οποία ξεκινά από το λαιμό και φτάνει έως τον εγκέφαλο και μπορεί να δώσει ενδείξεις του επιπέδου της σκλήρυνσης των αιμοφόρων αγγείων – συμπεριλαμβανομένων και εκείνων πλησίον της καρδιάς.

Εκπέμποντας 12 χαμηλής έντασης δέσμες λέιζερ που διαπερνούν το δέρμα και φτάνουν στα αρτηριακά τοιχώματα, το μικροτσίπ της συσκευής ανιχνεύει τις αλλαγές στην ταχύτητα και την κατεύθυνση των δεσμών λέιζερ. Η δύσκαμπτες αρτηρίες απορροφούν λιγότερο λέιζερ και οι ακτίνες όταν βρίσκουν σημείο αθηροσκλήρωσης αντικρούονται με ταχύτερο ρυθμό. Επίσης είναι λιγότερο πιθανό να αλλάξουν κατεύθυνση από εκείνες που χτυπούν πάνω σε εύκαμπτες αρτηρίες.

Η όλη διαδικασία της εξέτασης είναι ανώδυνη και χρειάζεται λιγότερο από δέκα λεπτά για να γίνει, με τα αποτελέσματα να είναι άμεσα διαθέσιμα προς αξιολόγηση.

Η συσκευή δοκιμάστηκε πρόσφατα σε 100 εθελοντές στο Ευρωπαϊκό Νοσοκομείο Georges Pompidou στο Παρίσι, χωρίς όμως να έχουν προς το παρόν δημοσιευθεί επίσημα κάποια στοιχεία από την κλινική αυτή δοκιμή. Ωστόσο, οι γιατροί θεωρούν τα αποτελέσματα ακριβή, όπως και των ήδη διαθέσιμων διαγνωστικών τεστ, αλλά πιο βολικά και ταχύτερα.

Τώρα οι γιατροί έχουν επικεντρωθεί στην βελτίωση της συσκευής ώστε να την δοκιμάσουν σε μεγαλύτερο αριθμό ατόμων και αν όλα πάνε καλά να καταστεί διαθέσιμη για ευρεία κλινική χρήση την επόμενη πενταετία.

Ο Martin Cowie, καθηγητής Καρδιολογίας στο Κολέγιο Imperial του Λονδίνου εξηγεί πως «οι καρδιολόγοι γνωρίζουν εδώ και δεκαετίες πως οι αρτηρίες γίνονται πιο δύσκαμπτες όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν, ειδικά όταν συνυπάρχει η υψηλή αρτηριακή πίεση και τα καρδιαγγειακά προβλήματα. Το επίπεδο δυσκαμψίας όμως των αρτηριών είναι δύσκολο να αξιολογηθεί και έτσι η νέα αυτή τεχνολογία φαντάζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και θα μπορούσε να βελτιώσει το πώς οι γιατροί αξιολογούν τον κίνδυνο των ασθενών».