Μια σημαντική επιστημονική εξέλιξη σε ό,τι αφορά στη διαχείριση της πολλαπλής σκλήρυνσης παρουσίασε ερευνητική ομάδα στο 75ο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, η οποία ισχυρίστηκε ότι μια ουσία, η τεριφλουνομίδη, είναι ικανή να προλάβει τα συμπτώματα σε ασθενείς που εμφανίζουν πρώιμες ενδείξεις.

Η πολλαπλή σκλήρυνση είναι ένα χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα, που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), δηλαδή τον εγκέφαλο, το νωτιαίο μυελό και τα οπτικά νεύρα. Αυτό που ουσιαστικά συμβαίνει σε αυτή την πάθηση είναι ότι το ανοσοποιητικό επιτίθεται στο περίβλημα της μυελίνης, ενός προστατευτικού καλύμματος που περιβάλλει τις νευρικές ίνες, προκαλώντας φλεγμονή και βλάβη, τόσο στην ίδια τη μυελίνη, όσο και τις νευρικές ίνες.

Η αιτία της δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά πιστεύεται ότι προκαλείται εξαιτίας ενός συνδυασμού γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Τα συμπτώματα της νόσου ποικίλλουν ανάλογα με τη θέση και την έκταση της βλάβης στο κεντρικό νευρικό σύστημα, τα πιο κοινά, όμως, είναι κόπωση, μυϊκή αδυναμία και δυσκαμψία, δυσκολία συντονισμού και ισορροπίας, προβλήματα όρασης και γνωστική εξασθένηση. Δεν αποκλείεται, επίσης, να προκαλέσει προβλήματα στο έντερο και την ουροδόχο κύστη, σεξουαλική δυσλειτουργία, καθώς και κατάθλιψη.

Η επιστήμη δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να αναπτύξει αποτελεσματική θεραπεία για την πολλαπλή σκλήρυνση, αν και υφίσταται μια σειρά διαθέσιμων θεραπειών που βοηθούν στη διαχείριση των συμπτωμάτων και στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου. Μεταξύ των θεραπειών αυτών είναι η χορήγηση φαρμάκων, οι φυσικοθεραπείες για τη βελτίωση της κινητικότητας και της δύναμης, αλλά και η γνωστική θεραπεία για την αντιμετώπιση προβλημάτων μνήμης και σκέψης.

Η νέα προκαταρκτική μελέτη επικεντρώθηκε σε άτομα που εμφανίζουν πρώιμες ενδείξεις σε μαγνητικές τομογραφίες, οι οποίες ενδέχεται να μαρτυρούν τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Πρόκειται για βλάβες στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό, παρόμοιες με αυτές που παρατηρούνται σε ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση.

Στη μελέτη πήραν μέρος 89 συμμετέχοντες, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για έως και 2 χρόνια. Στους μισούς εξ αυτών χορηγήθηκαν 14 mg τεριφλουνομίδης σε καθημερινή βάση, ενώ οι υπόλοιποι έλαβαν ένα εικονικό φάρμακο. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, μόλις 8 από τους συμμετέχοντες που έλαβαν τεριφλουνομίδη ανέπτυξαν συμπτώματα, ενώ από την ομάδα που έλαβε το φάρμακο προέκυψαν 20 ασθενείς.

Αφού συνυπολόγισε άλλους παράγοντες επιρροής, η ερευνητική ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμμετέχοντες που έλαβαν το φάρμακο είχαν κατά 72% μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων. Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η τεριφλουνομίδη θα μπορούσε να αποτελέσει μια καινοτόμο θεραπεία για όσους εμφανίζουν πρώιμες ενδείξεις σε μαγνητικές τομογραφίες, ακόμα κι αν δεν παρουσιάζουν σαφή συμπτώματα της νόσου.

Αν και, όπως επισημαίνουν, απαιτείται περαιτέρω έρευνα, οι μελετητές υποστήριξαν ότι η έγκαιρη παρέμβαση με τεριφλουνομίδη θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο νευρολογικής βλάβης και εξουθενωτικών συμπτωμάτων.

«Όλο και περισσότεροι άνθρωποι υποβάλλονται σε τομογραφίες εγκεφάλου για διάφορους λόγους, αποκαλύπτοντας με αυτό τον τρόπο ενδείξεις που θα μπορούσαν να αποτελούν προάγγελο πολλαπλής σκλήρυνσης. Όσο πιο γρήγορα εντοπίσει και αντιμετωπίσει κάποιος την πολλαπλή σκλήρυνση, τόσο πιο πιθανό είναι να καθυστερήσει η βλάβη στη μυελίνη, μειώνοντας τον κίνδυνο μόνιμης νευρολογικής βλάβης και εξουθενωτικών συμπτωμάτων», λέει η συγγραφέας της μελέτης, Christine Lebrun Frenay από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Νίκαιας και Μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η έγκαιρη παρέμβαση με τεριφλουνομίδη μπορεί να είναι ευεργετική σε όσους έχουν διαγνωστεί με ακτινολογικά απομονωμένο σύνδρομο, την προσυμπτωματική φάση της νόσου. Απαιτείται, ωστόσο, περισσότερη έρευνα σε μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων, ώστε να επιβεβαιωθούν τα ευρήματά μας. Επιπλέον, είναι σημαντικό οι επαγγελματίες του ιατρικού τομέα να είναι προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούν την τεχνογνωσία της μαγνητικής τομογραφίας με στόχο τη διάγνωση της πάθησης και να επικεντρώνονται μόνο σε ασθενείς που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της πάθησης», καταλήγει η ίδια.

Διαβάστε ακόμη:

Πολλαπλή Σκλήρυνση: Η αμφιλεγόμενη διατροφή – σύμμαχος για τους ασθενείς

Πολλαπλή Σκλήρυνση: Πόσο ένοχα είναι τα εμβόλια για την πρόκλησή της

Πολλαπλή Σκλήρυνση: Ο παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο κατά 40%