Για το θέμα μιλούν

Αθανάσιος Σκουτέλης, καθηγητής Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας ΕΚΠΑ, Διευθυντής της Β’ Παθολογικής-Λοιμωξιολογικής Κλινικής στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών

 

Κώστας Αθανασάκης. επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών

Η πανδημία του κορωνοϊού επανέφερε στο προσκήνιο τα προγράμματα μαζικού εμβολιασμού. Μέχρι και το 2019 ο εμβολιασμός ήταν συνυφασμένος με συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. Ο εμβολιασμός για την πρόληψη της λοίμωξης COVID-19 είναι το πρώτο πρόγραμμα μαζικού εμβολιασμού του 21ου αιώνα, που εκπονήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα αποτρέποντας εκατομμύρια θανάτους και σοβαρές νοσηλείες. Κι όμως, τόσο το ίδιο το εμβόλιο όσο και η γενικότερη πρακτική του εμβολιασμού «πολεμήθηκαν» με σφοδρότητα.

Ωστόσο, ο εμβολιασμός αποτελεί «μια από τις πιο επιτυχείς και οικονομικά αποδοτικές παρεμβάσεις προστασίας της υγείας», όπως έχει πει κατ’ επανάληψη η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Μαρία Θεοδωρίδου.

Ο κύριος στόχος ενός εμβολιαστικού προγράμματος είναι τα δωρεάν εμβόλια να φτάσουν στους αποδέκτες τους στον κατάλληλο χρόνο και να χορηγηθούν σύμφωνα με τις εκάστοτε κατευθυντήριες οδηγίες, ώστε να δημιουργηθεί η συλλογική ανοσία (ανοσία της αγέλης).

Η επίτευξη και διατήρηση ενός ισχυρού τείχους ανοσίας έχει ως αποτέλεσμα τη συνολική μείωση των θανάτων, των νοσηλειών, της χρήσης αντιβιοτικών και της ανάπτυξης πολυανθεκτικών στελεχών, της απώλειας εργατοωρών και της πίεσης που ασκείται στα Συστήματα Υγείας.

Το εμβολιαστικό πρόγραμμα της χώρας μας περιλαμβάνει 20 διαφορετικά εμβόλια και συγκαταλέγεται στα πιο πλήρη προγράμματα εμβολιασμού, παιδιών και εφήβων, συγκριτικά με άλλων χωρών, όπως και ειδικών ομάδων πληθυσμού και επαγγελματιών Υγείας.

Η μεγαλύτερη ανακάλυψη της Επιστήμης
Η άνευ προηγουμένου διάχυση των πληροφοριών για τα εμβόλια του κορωνοϊού έδωσε την ευκαιρία σε μικρή μερίδα πολιτών να «δαιμονοποιήσει» τις έννοιες «εμβόλιο» και «εμβολιασμός», αλλά ταυτόχρονα στην Επιστήμη να μας υπενθυμίσει τα πολλαπλά οφέλη του εμβολιασμού στην ατομική υγεία και την κοινωνική ευημερία.

«Τα εμβόλια, ξαφνικά, μεταμορφώθηκαν από πολύτιμο δώρο της επιστήμης σε κάτι που έπρεπε να το αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό. Ξεχάσαμε, ξαφνικά, ότι τα εμβόλια είναι από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις της Ιατρικής. Ξεχάσαμε, επίσης, ότι τα εμβόλια είναι από τις πιο αποτελεσματικές, αποδοτικές και οικονομικές παρεμβάσεις Δημόσιας Υγείας, προλαβαίνοντας 3 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο», σημειώνει ο καθηγητής Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας του ΕΚΠΑ, Διευθυντής της Β’ Παθολογικής-Λοιμωξιολογικής Κλινικής στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Αθανάσιος Σκουτέλης.

Τα τελευταία 100 χρόνια το προσδόκιμο επιβίωσης, παγκοσμίως, διπλασιάστηκε από τα 40 στα 80 έτη, ενώ στις Δυτικές χώρες και την Ιαπωνία πλησιάζει τα 85 έτη. Πολλοί παράγοντες όπως η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, η μείωση της περιγεννητικής θνησιμότητας και η ανάπτυξη των αντιβιοτικών συνετέλεσαν σε αυτό. Ομως, οι δύο σπουδαιότεροι παράγοντες, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), είναι η πρόσβαση όλο και περισσότερων ανθρώπων σε καθαρό πόσιμο νερό και η ανάπτυξη και διάδοση των εμβολίων.

«Τα εμβόλια άλλαξαν το τοπίο της Υγείας τον 20ό αιώνα. Νόσοι με μεγάλη μεταδοτικότητα και θνησιμότητα δεν αποτελούν φόβητρο πια. Η ευλογιά που σκότωνε 5 εκατομμύρια άτομα ετησίως εξαλείφθηκε το 1980. Η πολιομυελίτιδα που προκαλεί 350.000 παραλύσεις ετησίως εξαλείφθηκε από την Ευρώπη το 2002, ενώ είναι επιδημική μόνο στο Πακιστάν και στο Σουδάν. Η διφθερίτιδα που κάποτε σκότωνε πολλά παιδιά σχολικής ηλικίας δεν υπάρχει πλέον στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Η ερυθρά που προκαλούσε εκ γενετής ελλείμματα και νοητική υστέρηση σε 20.000 νεογνά ετησίως έχει σχεδόν μηδενιστεί. Για την ιλαρά, με τα 130 εκατομμύρια περιστατικά ετησίως, έχει τεθεί ως στόχος να εξαλειφθεί από την Ευρώπη έως το 2030. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, του στοματοφάρυγγα και του πρωκτού που οφείλονται στον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), χάρη στον εμβολιασμό πια προλαμβάνονται. Και πλήθος ασθενειών παιδιών και ενηλίκων -όπως η μηνιγγίτιδα, η πνευμονία, η γρίπη, ο τέτανος, η ηπατίτιδα – αντιμετωπίζονται οριστικά με τα εμβόλια», υπενθυμίζει ο κ. Σκουτέλης.

Και καταλήγει τονίζοντας ότι «τα εμβόλια είναι από τα πιο ασφαλή “φάρμακα”». Βασίζονται σε κλινικές μελέτες που περιλαμβάνουν χιλιάδες άτομα, ενώ ρυθμιστικοί φορείς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο τα αξιολογούν συνεχώς για την ποιότητα, την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις κλινικές μελέτες για την ανάπτυξη των εμβολίων του κορωνοϊού έλαβαν μέρος 100.000 εθελοντές συνολικά – αριθμός ρεκόρ στην ιστορία της ανακάλυψης των εμβολίων.

Ισες ευκαιρίες για μια υγιή ζωή
Παράλληλα, «τα εμβόλια συνδράμουν στην ισότητα των ευκαιριών για μια υγιέστερη ζωή, ιδίως όταν τα εμβολιαστικά προγράμματα φροντίζουν ενεργά να συμπεριλαμβάνουν το σύνολο του πληθυσμού και, κυρίως, τους οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερους», εξηγεί ο επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Κώστας Αθανασάκης.

Τα Συστήματα Υγείας σήμερα είναι αντιμέτωπα με μεγάλες προκλήσεις, όπως η δημογραφική γήρανση και οι νέες επιδημιολογικές κρίσεις. «Επιβάλλεται λοιπόν η διαμόρφωση πολιτικών και ο σχεδιασμός δράσεων που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας, δηλαδή την ικανότητά τους να μπορούν να βελτιώνουν συνεχώς την υγεία του πληθυσμού», τονίζει.

Τα εμβολιαστικά προγράμματα είναι μια θεμελιώδης κοινωνική υποδομή για την εγγύηση της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας.
«Τα εμβολιαστικά προγράμματα έχουν ένα τεράστιο προφανές αποτέλεσμα: μειώνουν τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα που σχετίζεται με τα νοσήματα τα οποία μπορούν να προληφθούν μέσω του εμβολιασμού. Πέρα, όμως, από το προφανές αυτό αποτέλεσμα, τα εμβολιαστικά προγράμματα δουλεύουν και σε άλλες, λιγότερο εμφανείς διά γυμνού οφθαλμού διαστάσεις: μειώνουν τη χρήση υπηρεσιών υγείας (λιγότερες ιατρικές επισκέψεις και διαγνωστικές εξετάσεις, μικρότερη κατανάλωση φαρμάκων, περιορισμός της νοσηλείας στο νοσοκομείο), περιορίζουν τη χρήση αντιβιοτικών (άρα και τη μικροβιακή αντοχή, έως έναν βαθμό), βελτιώνουν τη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία (ιδίως σε χώρες όπου τα ποσοστά εμβολιασμού είναι ακόμα χαμηλά), αυξάνουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα, τα εμβολιαστικά προγράμματα βελτιώνουν σε σημαντικό και μετρήσιμο βαθμό τη συνολική ευημερία μιας κοινωνίας», εξηγεί ο κ. Αθανασάκης.

Ως εμβόλιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο παθογόνος μικροοργανισμός (αδρανοποιημένος, νεκρός ή εξασθενημένος), κάποια τοξίνη του, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες ή το γενετικό του υλικό

Με βάση τα παραπάνω δεν προκαλεί έκπληξη η μεγάλη αποδοτικότητα των εμβολιαστικών προγραμμάτων, όπως καταγράφεται στις σχέσεις κόστους – οφέλους. «Από στοιχεία του ΠΟΥ για τις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η επίπτωση των νοσημάτων που προλαμβάνονται μέσω του εμβολιασμού είναι μεγαλύτερη, για κάθε 1 δολάριο που επενδύεται σε εμβολιαστικά προγράμματα επιστρέφουν στην κοινωνία 51 δολάρια, με τη μορφή καλύτερης υγείας, υψηλότερης παραγωγικότητας και πιο εύρωστης οικονομίας», αναφέρει ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

Και προσθέτει: «Οι ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, διαφοροποιούνται από το παραπάνω παράδειγμα – ακριβώς λόγω της μακροχρόνιας κληρονομιάς και παράδοσης υψηλών ποσοστών συμμετοχής στον εμβολιασμό. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και στις ανεπτυγμένες χώρες αναφέρονται δείκτες κόστους – οφέλους της τάξης του 1 προς 14 (όφελος αξίας 14 ευρώ για κάθε 1 ευρώ που επενδύεται) στα βασικά εμβόλια. Χαρακτηριστικά, στη χώρα μας και ειδικά για την περίπτωση των εμβολιασμών έναντι της COVID-19, η σχέση κόστους – οφέλους για τον εμβολιασμό εκτιμάται σε τουλάχιστον 1 προς 4 (οφέλη αξίας 4 ευρώ για το σύστημα υγείας για κάθε 1 ευρώ που επενδύεται), σε καθαρά οικονομικούς όρους, χωρίς να συνεκτιμώνται οι θετικές επιδράσεις στην ποιότητα ζωής των πασχόντων και των οικείων τους από τον εμβολιασμό».

Συνεπώς, τα εμβολιαστικά προγράμματα δημιουργούν ένα σημαντικό όφελος δημόσιας υγείας με σχετικά μικρό κόστος, σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη. Γι’ αυτό και η εμβολιαστική πολιτική οφείλει να μην επαναπαύεται, αλλά να αναζητά τη λύση σε όλες τις προκλήσεις που ανακύπτουν ή αναμένεται να ανακύψουν στο ορατό μέλλον.

«Η βελτίωση των ποσοστών συμμετοχής στα νέα εμβόλια του εθνικού προγράμματος (παιδιών, εφήβων ή ενηλίκων) μέσω της αναζήτησης καινοτόμων πολιτικών παρακίνησης, αλλά και η συνεχής βελτίωση της αποδοτικότητας της εμβολιαστικής δαπάνης, μέσω εντατικών διαπραγματεύσεων με τις εταιρείες που αναπτύσσουν και διαθέτουν τα εμβόλια στην αγορά, είναι πολιτικές που μπορούν να συνδράμουν σε ένα καλύτερο μέλλον για το σύστημα υγείας σήμερα», υπογραμμίζει.

 Ο «πατέρας» του εμβολιασμού
Αν και «πατέρας» του εμβολιασμού θεωρείται ο Εντουαρντ Τζέννερ, που το 1796 εφάρμοσε τη μέθοδο του δαμαλισμού -έπαιρνε πύον από τις πληγές ασθενών που έπασχαν από δαμαλίτιδα, νόσο συγγενή της ευλογιάς αλλά ήπια, και το ακουμπούσε σε πληγές (σκαριφισμός) υγιών ατόμων- για την πρόληψη της ευλογιάς, 80 χρόνια νωρίτερα δύο Ελληνες γιατροί, ο Εμμανουήλ Τιμόνης και ο Ιάκωβος Πυλαρινός είχαν δημοσιεύσει ανάλογα αποτελέσματα σε ιατρικά περιοδικά της εποχής. Ο τελευταίος μάλιστα εφάρμοζε τον δαμαλισμό στην Κωνσταντινούπολη από το 1701.

 

Οσο πιο μεταδοτικό είναι ένα νόσημα τόσο υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη απαιτείται για να επιτευχθεί το τείχος ανοσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιλαρά, για την οποία η ανοσία του πληθυσμού πρέπει να υπερβαίνει το 95%

 

Η εμβολιαστική παράδοση στην Ελλάδα

Η Ελλάδα αποτελεί χώρα με ισχυρή εμβολιαστική παράδοση, καθώς διαχρονικά βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς τη συμμετοχή των παιδιών στους βασικούς εμβολιασμούς, και διαθέτει ένα από τα πληρέστερα εμβολιαστικά προγράμματα στην Ευρώπη.

Η εμβολιαστική κάλυψη στη χώρα μας για τα εμβόλια Διφθερίτιδας, Τετάνου, Κοκκύτη και Πολιομυελίτιδας, όπως και για την πρώτη δόση ιλαράς, ερυθράς, παρωτίτιδας (MMR) είναι άνω του 95%.

Ο προϋπολογισμός για τα εμβόλια που εντάσσονται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού της Ελλάδα ανέρχεται στα 170 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος.

Με τον νόμο 4917/2022 θεσμοθετήθηκε το Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμού Παιδιών και Εφήβων, μέσω του οποίου θα είναι ευχερής η εκτίμηση της επιδημιολογίας των λοιμωδών νόσων στη χώρα μας, η διαμόρφωση πολιτικών υγείας και η εκτίμηση των δεικτών εμβολιαστικής κάλυψης συγκεκριμένων πληθυσμών που υπολείπονται στους εμβολιασμούς, ώστε να γίνονται οι αναγκαίες στοχευμένες παρεμβάσεις.

Ο εμβολιασμός έχει στόχο την ενεργοποίηση της ανοσίας του οργανισμού και με αυτό τον τρόπο την παραγωγή αντισωμάτων για πρόληψη της ασθένειας που προκαλείται από τον παθογόνο μικροοργανισμό.

Το θέμα δημοσιεύθηκε στο τεύχος ν.8 του περιοδικού ygeiamou που κυκλοφόρησε με ΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 31/10