Περισσότεροι από 40 εκατομμύρια άνθρωποι μολύνονται κάθε χρόνο με τον ιό του έρπητα. Υπολογίζεται ότι το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού φέρει τον HSV-1 (συνήθως προκαλεί εξανθήματα στα χείλη), ενώ σχεδόν το 20% έχει γεννητικό έρπητα, κυρίως από τον HSV-2.

Για τους περισσότερους η λοίμωξη είναι ενοχλητική αλλά όχι επικίνδυνη. Ωστόσο, σε νεογνά ή άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό, οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ σοβαρές: από μόνιμες νευρολογικές βλάβες έως και θάνατο.

Επί του παρόντος, τα διαθέσιμα φάρμακα είναι αποτελεσματικά μόνο όταν η λοίμωξη είναι ενεργή, δηλαδή δεν προσφέρουν πρόληψη ούτε αντιμετωπίζουν τον ιό στη λανθάνουσα μορφή του.

Ο εν λόγω ιός για να μολύνει ένα κύτταρο πρέπει πρώτα να «κολλήσει» στη μεμβράνη του και μετά να συγχωνεύσει τη δική του μεμβράνη με εκείνη του ξενιστή. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό παίζει η γλυκοπρωτεΐνη Β (gB). Η πρωτεΐνη αυτή «φορτίζεται» με ενέργεια και αλλάζει τρισδιάστατο σχήμα, ώστε να επιτρέψει την είσοδο του γενετικού υλικού του ιού μέσα στο κύτταρο. Και παρά την κρισιμότητά της, μέχρι σήμερα δεν υπήρχαν αντιιικά που να στοχεύουν την gB, καθώς πολλές περιοχές της είναι απρόσιτες.

Από το… αλπάκα στο εργαστήριο

Η καινοτομία ήρθε από μια απρόσμενη πηγή: ένα αλπάκα, όπως αναφέρεται στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature. Τα αλπάκα, όπως και τα λάμα και οι καμήλες, έχουν αντισώματα απλούστερης δομής από τα ανθρώπινα. Στο εργαστήριο, αυτά μπορούν να «σμικρυνθούν» σε νανοσωματίδια, τα οποία είναι πιο ευέλικτα και ισχυρά.

Πιο συγκεκριμένα, ερευνητές παρήγαγαν στο Αμβούργο καθαρή πρωτεΐνη gB και την έδωσαν στην ομάδα του Γκέτινγκεν, η οποία ανοσοποίησε το αλπάκα. Το ζώο ανέπτυξε αντισώματα, τα οποία στη συνέχεια απομονώθηκαν από δείγμα αίματος και μετατράπηκαν σε νανοσωματίδια.

«Το στρες για το αλπάκα ήταν ελάχιστο, συγκρίσιμο με έναν εμβολιασμό και μια απλή αιμοληψία σε άνθρωπο», εξήγησε ο Dirk Görlich, διευθυντής στο Max Planck Institute. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η έρευνα συνεχίστηκε αποκλειστικά στο εργαστήριο, με βακτηριοφάγους, ένζυμα και υπολογιστικά μοντέλα.

Έτσι, από περίπου ένα δισεκατομμύριο πιθανά νανοσωματίδια, οι επιστήμονες κατάφεραν να απομονώσουν το ένα και μοναδικό με ισχυρή εξουδετερωτική δράση. Αυτό που δεσμεύει την gB στην «προ-συγχώνευση» μορφή της, εμποδίζοντάς την να αλλάξει σχήμα και να ολοκληρώσει τη σύντηξη των μεμβρανών. Έτσι, ο ιός δεν μπορεί να μολύνει το κύτταρο. 

Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι το εν λόγω νανοσωματίδιο δρα ενάντια και στους δύο βασικούς τύπους έρπητα, HSV-1 και HSV-2.

Συμπέρασμα

Η ανακάλυψη αυτή ανοίγει νέους δρόμους στην αντιμετώπιση του έρπητα. Όπως εξηγεί ο Benjamin Vollmer, πρώτος συγγραφέας της μελέτης, «τα νανοσωματίδια μπορούν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο συμπληρωματικά με τα υπάρχοντα φάρμακα, αλλά και προληπτικά. Θα μπορούσαν να προστατεύσουν άτομα υψηλού κινδύνου, όπως νεογνά, HIV-θετικούς, ασθενείς με καρκίνο ή μετά από μεταμοσχεύσεις».

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι έγκυες γυναίκες με ενεργό λοίμωξη: η προφυλακτική χορήγηση νανοσωματιδίου θα μπορούσε να προστατεύσει το νεογνό από μόλυνση. Ήδη έχει κατατεθεί πατέντα για την περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας και την προσέλκυση συνεργασιών με τη φαρμακοβιομηχανία.

Η μελέτη με μια ματιά

  • 40 εκατομμύρια νέες μολύνσεις από έρπητα κάθε χρόνο παγκοσμίως
  • 60% του πληθυσμού φέρει τον HSV-1, 20% έχει γεννητικό έρπητα (κυρίως HSV-2)
  • Από 1 δισ. υποψήφια νανοσωματίδια, εντοπίστηκε το 1 με ισχυρή εξουδετερωτική δράση
  • Το νανοσωματίδιο δρα ενάντια και στον HSV-1 και στον HSV-2.

Διαβάστε επίσης

Με έρπη γεννητικών οργάνων 1 στους 5 – Καμπανάκι ΠΟΥ για το σεξουαλικό νόσημα

Οι δυο ιοί που «κάνουν σεξ» και ο επικίνδυνος απόγονός τους

Ποιοι είναι οι ιοί των παρεξηγήσεων και της… απιστίας – Μια καθηγήτρια δερματολογίας εξηγεί