Η θεραπεία για τον διαβήτη είναι μια ζωή χωρίς καθημερινές ενέσεις ινσουλίνης. Με γνώμονα αυτό τον ορισμό, νέα κλινική δοκιμή έδειξε ότι 10 από τα 12 άτομα (ποσοστό 83%) που έλαβαν μια πρωτοποριακή θεραπεία με βλαστοκύτταρα δεν χρειάζονταν πλέον ενέσεις ινσουλίνης έναν χρόνο μετά τη χορήγηση. Η προσέγγιση αυτή βασίστηκε στη μεταμόσχευση καλλιεργημένων κυττάρων νησιδίων του παγκρέατος, τα οποία εγχύθηκαν στο ήπαρ και εγκαταστάθηκαν εκεί, συμβάλλοντας στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό όφελος της θεραπείας ήταν η εξάλειψη των σοβαρών επεισοδίων υπογλυκαιμίας, τα οποία είχαν παρουσιάσει όλοι οι συμμετέχοντες τουλάχιστον δύο φορές κατά το προηγούμενο έτος. Μετά τη μεταμόσχευση, δεν παρατηρήθηκε κανένα νέο επεισόδιο.
Ο Craig Beall, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Exeter, περιέγραψε τα αποτελέσματα ως «εντυπωσιακά». Εμβαθύνοντας σε άρθρο του στο The Conversation, απαντά σ ερωτήματα όπως «Τι είναι όμως οι θεραπείες με βλαστοκύτταρα;», «Πως λειτουργούν και σε τι διαφέρουν από άλλες διαθέσιμες προσεγγίσεις;» και «Ποιες είναι οι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες;».
Τι είναι οι θεραπείες με βλαστοκύτταρα;
Τα βλαστοκύτταρα έχουν την ικανότητα να διαφοροποιούνται σε πολλούς τύπους εξειδικευμένων κυττάρων. Το βασικό πλεονέκτημά τους είναι ότι μπορούν να παραχθούν στο εργαστήριο σε στοχευμένες ποσότητες και να μετατραπούν σε είδη που απαιτούνται για συγκεκριμένες θεραπείες. Στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 1, στόχος είναι η παραγωγή κυττάρων νησιδίων του παγκρέατος, τα οποία περιλαμβάνουν κυρίως β-κύτταρα που εκκρίνουν ινσουλίνη -την ορμόνη που ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Πως λειτουργεί η θεραπεία;
Τα καλλιεργημένα κύτταρα εγχέονται στον οργανισμό, συνήθως μέσω της ηπατικής φλέβας, ώστε να ενσωματωθούν στον ιστό του ήπατος. Το ήπαρ αποτελεί ιδανικό σημείο, καθώς η ινσουλίνη δρα πιο αποτελεσματικά εκεί, συμβάλλοντας στον περιορισμό της παραγωγής γλυκόζης, που είναι κρίσιμη για τη ρύθμιση του σακχάρου.
Στη συγκεκριμένη μελέτη, η θεραπεία με την ονομασία XV-880 παρουσίασε σημαντική βελτίωση στους πρώτους 3 μήνες. Οι συμμετέχοντες εμφάνισαν καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο, χωρίς περιστατικά σοβαρής υπογλυκαιμίας, ενώ βελτιώθηκε και ο βιοδείκτης παραγωγής ινσουλίνης. Στο διάστημα 1 έτους, η ανάγκη για εξωτερική χορήγηση ινσουλίνης μειώθηκε σταδιακά, μέχρι που η πλειονότητα των ασθενών σταμάτησε τις καθημερινές ενέσεις.
Ποιες είναι οι παρενέργειες;
Το κυριότερο μειονέκτημα της θεραπείας είναι ότι οι λήπτες πρέπει να λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα εφ’ όρου ζωής. Αυτά μειώνουν την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε να μην απορρίψει τα μεταμοσχευμένα κύτταρα αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν τον κίνδυνο λοιμώξεων και ορισμένων μορφών καρκίνου.
Στο πλαίσιο της δοκιμής, δύο άτομα απεβίωσαν, όμως μετά από αξιολόγηση, οι θάνατοι δεν αποδόθηκαν στην ίδια τη θεραπεία. Οι πιο συχνές παρενέργειες που παρατηρήθηκαν ήταν στομαχικές ενοχλήσεις, με τη διάρροια να επηρεάζει 11 από τους 14 συμμετέχοντες. Πάνω από τους μισούς ανέφεραν επίσης πονοκέφαλο και ναυτία.
Είναι καλύτερη διαδικασία από άλλες θεραπείες;
Τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι ασθενείς με σοβαρές υπογλυκαιμίες υποβάλλονται σε μεταμόσχευση νησιδίων από δότες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό οδηγεί στην προσωρινή διακοπή των ενέσεων ινσουλίνης. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή εξαρτάται από την περιορισμένη διαθεσιμότητα οργάνων, καθώς απαιτούνται δύο ή και τρία παγκρέατα για έναν μόνο λήπτη. Επιπλέον, συχνά απαιτείται επαναληπτική μεταμόσχευση.
Η θεραπεία με βλαστοκύτταρα προσφέρει ένα πιο σταθερό και ελεγχόμενο προϊόν, χωρίς να εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα δωρητών. Παρότι δεν πρόκειται για την πρώτη εφαρμογή του είδους, τα αποτελέσματα ενισχύουν τις ελπίδες για μια νέα εποχή στη θεραπεία του διαβήτη. Ήδη από το 2024, περιπτώσεις όπως μιας 25χρονης γυναίκας με διαβήτη τύπου 1 και ενός 59χρονου άνδρα με τύπο 2, έδειξαν πλήρη απαλλαγή από τις ενέσεις, αν και και στις δύο περιπτώσεις απαιτήθηκε δια βίου ανοσοκαταστολή.
Προκειμένου να αποφευχθεί η ανάγκη για τέτοια φαρμακευτική αγωγή, ερευνητές δοκιμάζουν νέες μεθόδους όπως η τοποθέτηση των κυττάρων σε προστατευτικές κάψουλες ή η γενετική τροποποίηση, ώστε να μην αναγνωρίζονται από το ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτές οι τεχνικές, ωστόσο, βρίσκονται ακόμη σε αρχικά στάδια ανάπτυξης.
Πότε μπορεί να είναι ευρύτερα διαθέσιμη στο κοινό;
Ο χρονικός ορίζοντας για την ευρεία εφαρμογή της θεραπείας παραμένει αβέβαιος. Βρίσκονται σε εξέλιξη ευρύτερες κλινικές δοκιμές για το σκεύασμα XV-880, ενώ μια εναλλακτική έκδοση χωρίς ανοσοκαταστολή, με την ονομασία XV-264, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα σε πιλοτική μελέτη και δεν θα συνεχίσει προς το παρόν.
Το κόστος αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα που θα επηρεάσει την πρόσβαση των ασθενών σε αυτές τις θεραπείες. Δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί το οικονομικό τους αποτύπωμα, ούτε είναι γνωστό πόσο θα διαρκεί η αποτελεσματικότητα των μεταμοσχευμένων κυττάρων.
Η παρούσα μελέτη προβλέπει παρακολούθηση των συμμετεχόντων για δέκα χρόνια -πέντε έτη αρχικά και ακόμη πέντε σε φάση επέκτασης. Αυτό παρέχει ένα μέτρο εκτίμησης για το πότε θα μπορούμε να αξιολογήσουμε την πλήρη εικόνα της θεραπείας. Παρά τις προκλήσεις, οι πρόσφατες εξελίξεις δημιουργούν βάσιμες προσδοκίες. Μπορεί η απαλλαγή από τις καθημερινές ενέσεις ινσουλίνης να μην είναι ακόμη πραγματικότητα για όλους, όμως φαίνεται πως πλησιάζει περισσότερο από ποτέ.
Διαβάστε επίσης
Διαβήτης: Επικίνδυνοι συνδυασμοί πρόσθετων τροφίμων που αυξάνουν τον κίνδυνο νόσου
Σεμαγλουτίδη: Σοβαρή οφθαλμοπάθεια συμπεριλαμβάνει ο ΕΜΑ στις ανεπιθύμητες ενέργειες