Η επεμβατική καρδιολογία έχει προχωρήσει εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια στην ανάπτυξη τεχνικών για την επιδιόρθωση και αντικατάσταση βαλβίδων της καρδιάς, χωρίς να απαιτείται ανοικτή εγχείρηση όπως παλαιότερα. Η μεγαλύτερη πρόοδος έχει συντελεσθεί την τελευταία εικοσαετία στην αντιμετώπιση της εκφυλιστικής στένωσης της αορτικής βαλβίδας, η οποία αποτελεί μια εξελικτική θανατηφόρα πάθηση, πολύ συχνή σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Η σοβαρή «στένωση αορτής» μπορεί να εμφανισθεί σε 1 στους 7 από άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών, μπορεί να προκαλεί συμπτώματα που περιορίζουν σημαντικά τις καθημερινές δραστηριότητες και θεραπεύεται μόνο με αντικατάσταση της πάσχουσας αορτικής βαλβίδας.
Η σύγχρονη και πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος θεραπείας της στένωσης αορτής είναι σήμερα η διακαθετηριακή εμφύτευση μιας νέας προσθετικής βαλβίδας (TAVI: transcatheter valve implantation). Η μέθοδος αυτή ξεκίνησε πριν 20 χρόνια ως εναλλακτική της εγχείρησης σε ασθενείς με πολύ υψηλό εγχειρητικό κίνδυνο και έχει σήμερα αποδειχθεί εφάμιλλη της χειρουργικής αντικατάστασης της βαλβίδας σε ασθενείς ακόμα και χαμηλού εγχειρητικού κινδύνου. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι ότι προτείνεται από τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες ως πρώτη επιλογή θεραπείας σε ασθενείς ηλικίας >75 ετών, ανεξάρτητα από τον χειρουργικό κίνδυνο. Οι λόγοι είναι ότι η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της λιγότερο επεμβατικής TAVI είναι εφάμιλλη με αυτή του χειρουργείου, ενώ η αποκατάσταση των ασθενών είναι φυσικά πολύ πιο εύκολη σε σύγκριση με την εγχείρηση, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικά για τους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας. Οι ασθενείς κινητοποιούνται γρηγορότερα και εξέρχονται νωρίτερα από το νοσοκομείο.
Η μέθοδος TAVI έχει εξελιχθεί σε μια επέμβαση που επηρεάζει ελάχιστα τον ασθενή, μιας και σήμερα διενεργείται στις περισσότερες περιπτώσεις με τοπική αναισθησία ή ελαφρά μέθη, δηλαδή με τον ασθενή ξύπνιο και χωρίς ολική νάρκωση.
Αποφεύγονται οι τραυματικές ή δυσάρεστες παρεμβάσεις (ουροκαθετήρας, τραχειακή διασωλήνωση, τοποθέτηση κεντρικών φλεβικών καθετήρων, διοισοφάγεια υπερηχοκαρδιογραφία) και η προσπέλαση των αγγείων για την προώθηση του καθετήρα με τη βαλβίδα γίνεται αποκλειστικά διαδερμικά, χωρίς χειρουργική τομή και αποκάλυψη του αγγείου. Ειδικότερα, με τη χρήση της υπερηχογραφικής καθοδήγησης, η διαδερμική παρακέντηση των αγγείων διενεργείται με απόλυτη επιτυχία και ασφάλεια. Αυτό επιτρέπει την άμεση κινητοποίηση των ασθενών και τη σύντομη έξοδο από το νοσοκομείο μετά την επέμβαση.
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στα είδη των βαλβίδων που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια της TAVI, με κάποιες να χρειάζονται διαστολή με μπαλόνι, ενώ άλλες απελευθερώνονται από τον χειριστή και αυτοεκπτύσσονται στην προβλεπόμενη θέση. Η επέμβαση διενεργείται στο αιμοδυναμικό εργαστήριο από ειδικά εκπαιδευμένη επεμβατική ομάδα, με παρουσία αναισθησιολόγου και ετοιμότητα καρδιοχειρουργού και αγγειοχειρουργού.
Οι βαλβίδες που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια της TAVI, καθώς και τα συστήματα, με τα οποία γίνεται η προώθησή τους στο αγγειακό δίκτυο και η τοποθέτησή τους στη θέση της αορτής, εξελίσσονται διαρκώς έτσι, ώστε πλέον να είναι δυνατή η εμφύτευσή τους, ακόμα και σε περιπτώσεις ασθενών με δύσκολη ανατομία ή στενώσεις των περιφερικών αγγείων και της θωρακικής αορτής. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται, στην συντριπτική πλειονότητα των ασθενών, η διενέργεια TAVI μέσω της μηριαίας αρτηρίας, η οποία αποτελεί την μέθοδο με τα καλύτερα αποτελέσματα, και η αποφυγή χρήσης άλλων οδών προσπέλασης, οι οποίες απαιτούν χειρουργική τομή στο θώρακα.
Η επιλογή της κατάλληλης βαλβίδας εξαρτάται από την ηλικία και τα ιδιαίτερα ανατομικά χαρακτηριστικά του κάθε ασθενούς και μελετάται διεξοδικά για τον προγραμματισμό της επέμβασης με βάση τις μετρήσεις της αξονικής αγγειογραφίας.
*Τα τελευταία δύο χρόνια έχει διενεργηθεί σημαντικός αριθμός επεμβάσεων TAVI από την ειδική επεμβατική ομάδα στο ΜΗΤΕΡΑ σε ασθενείς κυρίως μεγάλης ηλικίας, με συνυπάρχοντα ιατρικά προβλήματα και πολύ υψηλό κίνδυνο για ανοικτή χειρουργική επέμβαση. Όλες οι επεμβάσεις διενεργήθηκαν με απόλυτη επιτυχία και χωρίς επιπλοκές για τους ασθενείς, οι περισσότεροι από τους οποίους εξήλθαν από το νοσοκομείο δυο ημέρες μετά την επέμβαση.