Tον τελευταίο καιρό απανωτά περιστατικά βίας βλέπουν το φως της δημοσιότητας, με θύματα τα πιο αδύναμα και ευάλωτα μέλη της κοινωνίας μας, κυρίως παιδιά αλλά και υπερήλικες, ΑμΕΑ κ.λπ. Πρωτόγνωρο φαινόμενο; Όχι. Συχνότερο; Πιθανώς ναι. Το κακό, η βία, το έγκλημα ανέκαθεν υπήρχαν, ανεξάρτητα ηλικίας, φύλου, χρώματος, κοινωνίας. Σήμερα η αποκάλυψή τους είναι πιο εύκολη. Επιπλέον αναμενόταν ότι η δεκαετής οικονομική και κοινωνική κρίση, καθώς και η πανδημία Covid-19 με τις ποικίλες επιπτώσεις της θα αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για την αύξηση κοινωνικών και ψυχικών προβλημάτων, ιδιαίτερα σε πιο ευάλωτους πληθυσμούς οικογενειών και παιδιών.

Τα παιδιά ανέκαθεν θεωρούνταν και ήταν εύκολα υποκείμενα θυματοποίησης με συχνότερη την άσκηση βίας προς αυτά. Αυτό συμβαίνει μέσα στην οικογένειά τους με τη μορφή της παραμέλησης, της κακοποίησης, της σκληρής άσκησης του γονεικού ρόλου/harsh parenting (συνεχής κριτική, προσβολή, απαξίωση, απόρριψη του παιδιού), αλλά και στο σχολείο (bullying), στην κοινότητα, σε δομές φιλοξενίας, ιδρύματα κ.λπ.

Μια συστηματική ανασκόπηση 38 εκθέσεων από 96 χώρες (2016) για τον επιπολασμό της βίας στα παιδιά τον τελευταίο χρόνο, έδειξε πως τουλάχιστον 50% των παιδιών σε Ασία, Αφρική και Β. Αμερική, και παγκοσμίως πάνω από τα μισά παιδιά (δηλαδή 1 δισ.), ηλικίας 2-17 ετών είχαν βιώσει σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βία τον προηγούμενο χρόνο. Ας αναλογιστούμε δε πως 2/3 των περιπτώσεων παιδικής κακομεταχείρισης δεν αναφέρονται. Επιπλέον, και σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ, 155.000 θάνατοι παιδιών ηλικίας κάτω των 15 ετών κάθε χρόνο παγκοσμίως είναι αποτέλεσμα κακοποίησης ή παραμέλησης (0,6% όλων των θανάτων και 12,7% των θανάτων λόγω τραυματισμού).

Αυξημένος κίνδυνος παιδικής κακομεταχείρισης συνδέεται με χρήση αλκοόλ/ουσιών και/ή προβλήματα ψυχικής υγείας των γονέων, ιστορικό δικής τους κακοποίησης, νεαρή ηλικία και χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, ανεπαρκή κατανόηση της ανάπτυξης του παιδιού τους και μη ρεαλιστικές προσδοκίες από αυτό, ανεπαρκή έλεγχο παρορμήσεων και έλλειψη ενσυναίσθησης. Τέτοιες εμπειρίες, επηρεάζουν την σωματική και ψυχική υγεία (προβλήματα συναισθήματος και διαγωγής) των ανηλίκων θυμάτων, την ποιότητα ζωής και την εμπλοκή τους με ουσίες (νόμιμες και μη).

Σε κάθε περίπτωση υποψίας κακοποίησης, επιβάλλεται η αναφορά στις αρμόδιες υπηρεσίες, ακόμα κι αν δεν υπάρχει βεβαιότητα για την κακοποίηση. Στην πράξη συνήθως οι άνθρωποι σιωπούν «για να μην μπλέξουν», από φόβο ή/και έλλειψη προστασίας τους ενώ, χωρίς αυτό να αποτελεί δικαιολογία, οι πλείστες από αυτές τις οικογένειες φαίνονται φυσιολογικές στους άλλους. Στο 90% των περιπτώσεων, τα θύματα, αλλά και ο μη κακοποιητικός γονέας, σιωπούν από φόβο, όχι μόνο ότι θα πληγωθούν, αλλά και ότι θα διαλυθεί ή θα στιγματισθεί η οικογένειά τους.

Το ψυχικό τραύμα στα παιδιά, και μάλιστα αυτό που συνδέεται με κακομεταχείριση, αποτελεί συχνό και σοβαρό θέμα δημόσιας υγείας. Καθώς το στρες και οι ψυχικές διαταραχές βρίσκονται σε άνοδο, θεσμοί όπως π.χ. η οικογένεια (ιδιαίτερα οι γονείς στην άσκηση του γονεικού τους ρόλου), το σχολικό σύστημα, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, οι κοινωνικές και προνοιακές υπηρεσίες και δομές είναι απαραίτητο να υποστηριχθούν και ενισχυθούν εμπράκτως από την πολιτεία, περισσότερο από ποτέ, και να αποτελέσουν υψίστη προτεραιότητά της στο άμεσο μέλλον. Η προστασία των παιδιών μας από όλες τις μορφές βίας είναι βασικό δικαίωμα που απορρέει από τη Σύμβαση του ΟΗΕ Για τα Δικαιώματα του Παιδιού.