Οι παραμορφώσεις του άκρου ποδός αποτελούν μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων που επιφέρουν ανωμαλίες στο σχήμα του άκρου ποδός, οι οποίες ταξινομούνται σύμφωνα με την κλινική τους εμφάνιση.

Τις περισσότερες φορές, αφορούν το πρόσθιο τμήμα του άκρου ποδός και των δακτύλων, με πιο συχνές και γνωστές τον βλαισό μεγάλο δάκτυλο (το κότσι), το κότσι του πέμπτου δαχτύλου, την πτώση των μεταταρσίων, τις παραμορφώσεις των μικρών δακτύλων, όπως η κυρτοδακτυλία, η γαμψοδακτυλία, η σφυροδακτυλία, καθώς επίσης η πλατυποδία, η ραιβοκοιλοποδία αλλά και πολλές ακόμα. Οι συγκεκριμένες παραμορφώσεις μπορεί να συνοδεύονται από πόνο και δυσχέρεια στη βάδιση.

Πώς προκύπτουν οι παραμορφώσεις και ποια είναι τα συνήθη συμπτώματα;

Οι αιτίες δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρες, με ένα 40% των εμφανιζόμενων παραμορφώσεων να παραμένει αδιευκρίνιστο. Γενικότερα, οι παραμορφώσεις μπορεί να υπάρχουν εκ γενετής ή να είναι επίκτητες όπως επί παραδείγματι η λεγόμενη επίκτητη βλαισοπλατυποδία η οποία δημιουργείται από ανεπάρκεια του οπίσθιου κνημιαίου τένοντα, ο οποίος εκφυλίζεται και επιμηκύνεται ενώ και η ρήξη αυτού του τένοντα δημιουργεί την ίδια παραμόρφωση. Για το κότσι, ενοχοποιούνται πολύ συχνά η κληρονομικότητα και η υπόδηση, καθώς ο παράγοντας «στενό παπούτσι» παίζει σημαντικό ρόλο.

Τα συμπτώματα εξαρτώνται από τον τύπο της παραμόρφωσης, αλλά τις περισσότερες φορές οι ασθενείς εμφανίζουν πόνο και συχνά παρατηρούν μεταβολές στο βάδισμα τους.

Διάγνωση

Οι περισσότερες παραμορφώσεις μπορούν να εντοπισθούν με την επισκόπηση του ποδιού από ειδικό γιατρό, ο οποίος ελέγχει την κλινική εικόνα του ασθενούς και μπορεί να ζητήσει απεικονιστικές εξετάσεις για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, την εκτίμηση της έκτασης του προβλήματος, καθώς και το σχεδιασμό της θεραπείας.

Ποιες παραμορφώσεις χρειάζονται χειρουργική αντιμετώπιση;

Ανάλογα με το είδος και την έκταση της πάθησης, ο ορθοπαιδικός θα προτείνει το καταλληλότερο πλάνο θεραπείας. Πάντοτε, εξαρτάται από τη βαρύτητα των συμπτωμάτων και το κατά πόσο επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των ασθενών. Υπάρχουν περιπτώσεις ασθενών που ενοχλούνται ακόμα και από μικρές παραμορφώσεις και άλλοι που αντιμετωπίζουν πιο εκτεταμένο πρόβλημα και δεν αναφέρουν σημαντικές ενοχλήσεις.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, αν οι παραμορφώσεις δεν δημιουργούν δυσχέρεια στη βάδιση, πόνο ή πρόβλημα στην υπόδηση, τότε προσπαθούμε να τις αντιμετωπίσουμε συντηρητικά. Όταν όμως ο πόνος είναι καθημερινός, υπάρχει δυσχέρεια και τα συντηρητικά μέσα δεν δίνουν τη λύση, τότε προβαίνουμε σε χειρουργικές επεμβάσεις διόρθωσης που δίνουν και το οριστικό αποτέλεσμα.

Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις σφυροδακτυλίας, γαμψοδακτυλίας και κυρτοδακτυλίας συστήνεται αρχικά κάποια συντηρητική θεραπεία με ειδικά σιλικονούχα ναρθηκάκια, τα οποία στερεώνουν τα δάκτυλα στη φυσιολογική ανατομική τους θέση. Αν όμως η συντηρητική αγωγή δεν φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, τότε ο γιατρός μπορεί να συστήσει τη χειρουργική αντιμετώπιση των παραμορφώσεων με στόχο την οριστική θεραπεία και ανακούφιση των συμπτωμάτων. Το ίδιο και στις περιπτώσεις βλαισού μέγα δακτύλου, σε περίπτωση που η τοποθέτηση διαχωριστικών σιλικόνης μεταξύ πρώτου και δεύτερου δακτύλου δεν φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Νέες τεχνικές και σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζονται

Οι νέες διαδερμικές τεχνικές συνδυάζουν την εξέλιξη της τεχνολογίας με την εξέλιξη των χειρουργικών μικροεργαλείων, τα οποία μας έχουν επιτρέψει να έχουμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.

Πρόκειται για χειρουργεία που πραγματοποιούνται μέσω οπών, δηλαδή με μικρές τρύπες λίγων χιλιοστών, όπως η λαπαροσκοπική μέθοδος της γενικής χειρουργικής. Ο ιατρός μέσα από αυτές τις οπές, πραγματοποιεί την επέμβαση βλέποντας όλη τη διαδικασία από την οθόνη η οποία είναι συνδεδεμένη με ένα ακτινοσκοπικό μηχάνημα, το οποίο μεταδίδει με ακρίβεια την εικόνα και επιτρέπει στον χειρουργό να παρέμβει με επιτυχία.

Για παράδειγμα, στην πιο συχνή επέμβαση που πραγματοποιείται στο κότσι, συνήθως η ευθυγράμμιση του οστού συγκρατείται με δύο βίδες τιτανίου, οι οποίες είναι βιοσυμβατές, δεν δημιουργούν πρόβλημα στον οργανισμό και δεν χρειάζεται να αφαιρεθούν. Το σημαντικότερο είναι πως εκμηδενίζουν την υποτροπή, την οποία φοβούνται οι περισσότεροι ασθενείς που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο πρόβλημα.

Τα πλεονεκτήματα αυτής της τεχνικής

Τα πλεονεκτήματα είναι πως οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται με τοπική αναισθησία, ο πόνος είναι ελάχιστος συγκριτικά με το ανοιχτό χειρουργείο, δηλαδή ο πόνος μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα κοινά παυσίπονα για 2-3 μέρες, η βάδιση είναι άμεση με ένα ειδικό μετεγχειρητικό υπόδημα, και δεν χρειάζεται παραμονή στο νοσοκομείο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν χρειάζονται ούτε ράμματα στην τρύπα που δημιουργείται κατά τη διάρκεια του χειρουργείου.

Αξίζει να σημειωθεί πως είναι πολύ σημαντικό αν κάποιος αντιμετωπίζει κάποιο από τα παραπάνω ζητήματα, να απευθυνθεί σε έναν ιατρό που εξειδικεύεται στον άκρο πόδα.