Ένας από τους κύριους κινδύνους που σχετίζονται με τη μόλυνση από τον νέο κορωνοϊό (COVID-19) είναι οι θρομβώσεις, τόσο στο αρτηριακό όσο και στο φλεβικό σύστημα, ειδικά σε περιπτώσεις σοβαρής ασθένειας.

Αυτό οφείλεται στην υπερβολική ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος κατά την καταπολέμηση του ιού, το οποίο παράγει παράγοντες που επηρεάζουν την πηκτικότητα του αίματος όπως το ινωδογόνο (fibrinogen). Τα αυξημένα επίπεδα του παράγοντα αυτού συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο στο σχηματισμό θρόμβων, εφόσον ξεπερνιούνται κατά πολύ οι φυσιολογικοί αντιπηκτικοί μηχανισμοί.

Η συχνότητα εμφάνισης θρόμβωσης σε ασθενείς που έχουν COVID-19 δεν είναι ακριβώς γνωστή, αν και υπάρχουν μελέτες που εκτιμούν ότι μπορεί να επηρεάσει έως και το 50% των μολυσμένων ασθενών, ειδικά σε κρίσιμες ή πιο σοβαρές περιπτώσεις της νόσου.

Οι επιπλοκές που προκύπτουν από τις θρομβώσεις είναι ποικίλες, πολλές από αυτές μπορεί να είναι σοβαρές, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο θνησιμότητας που σχετίζεται με το COVID-19.

Ο πιο συνήθης τρόπος εμφάνισης  αυτών των προβλημάτων είναι η φλεβική θρόμβωση και η πνευμονική εμβολή.

Η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση ορίζεται ως ο σχηματισμός ενός θρόμβου αίματος σε μια φλέβα του εν τω βάθει συστήματος. Η «βαθιά» φλεβική θρόμβωση είναι μια εν δυνάμει σοβαρή ασθένεια καθώς μπορεί να ευθύνεται για μια μείζονα επιπλοκή, την πνευμονική εμβολή. Ο θρόμβος που βρίσκεται στη φλέβα μπορεί να αποκολληθεί και να φράξει την πνευμονική αρτηρία ή κάποιον από τους κλάδους της, εμποδίζοντας έτσι το αίμα να φτάσει στους πνεύμονες για σωστή οξυγόνωση. Αυτό συνεπάγεται επιπλέον επιδείνωση  των αναπνευστικών προβλημάτων που προκαλούνται από τον κορωνοϊό, ο οποίος προσβάλλει ιδιαιτέρως το πνευμονικό παρέγχυμα.

Η εμφάνιση θρόμβων στο αρτηριακό σύστημα είναι λιγότερο συχνή λόγω των χαρακτηριστικών του: το αίμα κυκλοφορεί με μεγαλύτερη ταχύτητα και πίεση, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πιο δύσκολο να πήξει. Παρόλα αυτά  έχουν περιγραφεί αρκετές πλέον περιπτώσεις αρτηριακών θρομβώσεων σε ασθενείς με COVID-19 οι οποίες είναι σοβαρές: εμφράγματα του μυοκαρδίου, εντερική ισχαιμία, νεφρική ανεπάρκεια από θρόμβωση των νεφρικών αρτηριών, ισχαιμικά εγκεφαλικά. Έχουν παρατηρηθεί επίσης περιπτώσεις οξείας ισχαιμίας (ξαφνική έλλειψη ροής αίματος) στα άκρα οι οποίες πολλές φορές απαιτούν  χειρουργική επέμβαση.

Όσον αφορά την πρόληψη και την θεραπεία αυτών των επιπλοκών, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ασθενείς που νοσηλεύονται σε σοβαρή κατάσταση. Επομένως, η προληπτική θεραπεία με αντιπηκτικά φάρμακα δεν συνιστάται επί του παρόντος στην πλειονότητα των ασθενών (εκτός αν έχουν επιπλέον γνωστούς παράγοντες κινδύνου για θρόμβωση) που πάσχουν από COVID-19, καθώς παρουσιάζουν ως επί το πλείστον ήπια συμπτώματα που τους επιτρέπουν να αναρρώσουν από την ασθένεια στο σπίτι. Ωστόσο, θεωρείται χρήσιμο να διατηρείται το υψηλότερο δυνατό επίπεδο κινητοποίησης σε περίπτωση καραντίνας και να αποφεύγεται η καθιστική ζωή και κατάκλιση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά τους νοσηλευόμενους ασθενείς, τα τρέχοντα πρωτόκολλα πρόληψης και θεραπείας συνιστούν την άμεση χορήγηση αντιπηκτικών φαρμάκων (ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους). Αυτά τα φάρμακα χορηγούνται καθ ‘όλη τη διάρκεια της νοσηλείας και στη συνέχεια γίνεται ατομική αξιολόγηση της ανάγκης να συνεχιστούν μετά το εξιτήριο.