1) Δεν πρέπει να πάρω «χάπι για το θυρεοειδή»γιατί μπορεί να κάνει κακό στο παιδί

Οι φαρμακευτικές θεραπείες για τον θυρεοειδή διακρίνονται στη θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη στον υποθυρεοειδισμό και στα αντιθυρεοειδικά φάρμακα για τον υπερθυρεοειδισμό. Και οι δύο αυτές παθήσεις θέτουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη του εμβρύου και την υγεία της μητέρας και πρέπει να αντιμετωπίζονται όταν υπάρχει ένδειξη.

Ειδικότερα, στον πολύ συνηθέστερο υποθυρεοειδισμό της κύησης, η στέρηση επαρκούς θυροξίνης από το αναπτυσσόμενο έμβρυο μπορεί να οδηγήσει σε αυτόματες αποβολές και διαταραχές στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και της καρδιάς. Ο όρος «κρετινισμός» αναφερόταν παλαιότερα στη νοητική υστέρηση παιδιών υποθυρεοειδικών γυναικών που δεν ελάμβαναν την κατάλληλη αγωγή κατά την κύηση ή παιδιών που γεννιούνται με κάποια γενετική πάθηση του θυρεοειδή.

2) Πέρα από τον θυρεοειδή και το σάκχαρο, δεν χρειάζεται να ελέγξω τίποτα άλλο με ενδοκρινολόγο πριν και κατά τη διάρκεια της κύησης

Εκτός από σπάνιες ορμονικές παθήσεις με χρόνια παρακολούθηση από ενδοκρινολόγο, για τις οποίες συνήθως οι εγκυμονούσες έχουν ήδη λάβει οδηγίες προ της κύησης, ο μεταβολισμός του ασβεστίου αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό κομμάτι της παρακολούθησης της εγκύου. Οι επαρκείς συγκεντρώσεις βιταμίνης D και ασβεστίου είναι απαραίτητες όχι μόνο για τη φυσιολογική ανάπτυξη του σκελετού του εμβρύου, αλλά και για τη διατήρηση της οστικής μάζας της μαμάς. Η κύηση, αλλά και ο θηλασμός, είναι καταστάσεις που, χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη, μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρή μείωση της οστικής μάζας και σε πρόωρη οστεοπόρωση.

3) Ο διαβήτης της κύησης είναι σπάνιος και ελέγχεται μόνο με ινσουλίνη

Εκτός από τις γυναίκες που έχουν ήδη διάγνωση Σακχαρώδους Διαβήτη και χρειάζονται ειδικό χειρισμό στην κύηση, η νέα εμφάνιση Διαβήτη στην κύηση δεν είναι καθόλου σπάνια! Περίπου 10 με 25% των εγκύων, ανάλογα με την εθνικότητα, θα εμφανίσουν διαβήτη κύησης που θα χρειαστεί κάποιου είδους εξειδικευμένο χειρισμό. Αντιθέτως, μια συχνή παρανόηση είναι η σύνδεση του διαβήτη κύησης με την ινσουλίνη. Στην πραγματικότητα, περίπου 80% των εγκύων μπορούν να ρυθμίσουν το αυξημένο σάκχαρο μόνο με ειδικούς διατροφικούς χειρισμούς, σε συνεννόηση με διαβητολόγο και διατροφολόγο.

Υπάρχουν πολύ σαφή εργαστηριακά όρια, τόσο για τη διάγνωση όσο και για την παρακολούθηση του διαβήτη της κύησης, και αν η ειδική διατροφή δεν αποδώσει τα αναμενόμενα, τότε συστήνεται φαρμακευτική αγωγή. Η ινσουλίνη μπορεί συχνά να περιοριστεί σε μία ένεση την ημέρα, ενώ σε αρκετές χώρες έχουν εγκριθεί και από του στόματος δισκία, όπως η μετφορμίνη, αν και η ινσουλίνη είναι συνήθως πιο αποτελεσματική. Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος του διαβήτη της κύησης είναι απαραίτητος γιατί μπορεί να οδηγήσει σε μακροσωμία (υπέρβαρα μωρά με δυσκολία στον τοκετό), προεκλαμψία (επικίνδυνη υπέρταση σε συνδυασμό με βλάβη ζωτικών οργάνων) και νεογνική υπογλυκαιμία.

4) Μετά τον τοκετό τα ορμονικά/διαβητολογικά προβλήματα που παρουσιάστηκαν εξαφανίζονται

Μετά τον τοκετό χρειάζεται επανέλεγχος και συχνότατη αλλαγή ή και διακοπή των ορμονικών/αντι-διαβητικών θεραπειών που χρησιμοποιήθηκαν στην κύηση. Παρόλα αυτά, η προδιάθεση για ανάπτυξη των παθήσεων που οδήγησαν στις θεραπείες αυτές παραμένει, είτε σε μελλοντικές κυήσεις ή και γενικότερα.

Επιπλέον, ορισμένες ορμονικές παθήσεις μπορούν να εκδηλωθούν στο διάστημα της λοχείας έως και τους πρώτους 12 μήνες μετά την κύηση, που ενίοτε μπορούν να είναι δύσκολο να διαχωριστούν από την επιλόχειο κατάθλιψη, τις εμμένουσες ταχυκαρδίες και άλλα συχνά συμπτώματα. Ο ρόλος του θεράποντα γυναικολόγου ή ακόμα και του παιδιάτρου είναι ιδιαίτερα σημαντικός ώστε να παραπέμψουν τη νέα μαμά σε ενδοκρινολόγο, για υποψία ορμονικού προβλήματος.