Οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας σε όλο τον κόσμο. Το 30% των ασθενών που πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα χρειάζονται κάποιου είδους θεραπευτική αντιμετώπιση επεμβατική ή χειρουργική σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες.
Ωστόσο, μόλις 2 από τα 8 δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο σήμερα έχουν πρόσβαση σε ασφαλή, έγκαιρη και οικονομικά προσιτή καρδιοχειρουργική περίθαλψη όταν αυτή είναι αναγκαία. Σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, ασθενείς σε νεαρή ηλικία πάσχουν από ισχαιμική καρδιοπάθεια. Από ρευματική καρδιοπάθεια – θεωρείται νόσος των φτωχών- πάσχουν σήμερα 30 έως 40 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως. Ακόμη οι συγγενείς καρδιοπάθειες, οι εκ γενετής ανωμαλίες της καρδιάς, αποτελούν την πιο κοινή συγγενή ανωμαλία με σχετικά σταθερή επίπτωση παγκοσμίως, επηρεάζοντας 1 στα 100 νεογέννητα κυρίως στις υποανάπτυκτες χώρες.
Υπάρχει πελώριο χάσμα στην αντιμετώπιση των ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα μεταξύ των χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χωρών (Low and Low Middle Income Countries, LMIC) και των χωρών υψηλού εισοδήματος (High Income Countries, HIC). Ενδεικτικά στις υψηλού εισοδήματος χώρες αντιστοιχούν 7,5 καρδιοχειρουργοί ανά 1 εκατομμύριο κατοίκων ενώ στις LMIC η αναλογία αυτή είναι 0,04 καρδιοχειρουργοί ανά 1 εκατομμύριο κατοίκων.
Προγράμματα εθνικά αλλά και συνεργασίας μεταξύ των χωρών προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες, προσαρμοσμένες και στις εθνικές ιδιαιτερότητες. Ωστόσο οι ανισότητες τόσο στην παροχή υπηρεσιών όσο και στην εκπαίδευση των καρδιοχειρουργών είναι μεγάλες. Όσον αφορά την εκπαίδευση υπάρχουν κοινά προγράμματα τόσο στη Νότια Αμερική όσο και στην Ασία (πολύ λιγότερα στην Αφρική) που προσπαθούν μέσω του διαδικτύου να βελτιώσουν την εκπαίδευση. Οι περισσότεροι καρδιοχειρουργοί σήμερα έχουν εκπαιδευτεί στη Βόρειο Αμερική ή σε Ευρωπαϊκές χώρες παρά τους μεγάλους περιορισμούς που ισχύουν στις χώρες αυτές για την ένταξη ιατρών από τις υπανάπτυκτες χώρες στο εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα.
Όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών, η κατάσταση είναι ακόμα πιο τραγική: Γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, όπως πχ αραιοκατοικημένες περιοχές, διαφορετικά συστήματα υγείας με ποικίλα συστήματα χρηματοδότησης, διαφορετική επίπτωση καρδιαγγειακών νοσημάτων, πολιτιστικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ των χωρών, αλλά κυρίως οι μεγάλες διαφορές στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν από χώρα σε χώρα επιτείνουν τις ανισότητες στην αντιμετώπιση καρδιοχειρουργικών ασθενών.
Η βέλτιστη καρδιοχειρουργική αντιμετώπιση ασθενών που χρήζουν επέμβασης απαιτεί εύκολη και ταχεία προσβασιμότητα σε καρδιοχειρουργικά κέντρα, και ποιοτικές υπηρεσίες.
Παροχή υπηρεσιών υγείας
Α. Η εύκολη και ταχεία προσβασιμότητα απαιτεί:
- Επαρκή αριθμό καρδιοχειρουργικών κέντρων ανά εκατομμύριο κατοίκων
- Επαρκή στελέχωση με ιατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό
- Σύγχρονο πλήρη εξοπλισμό.
Β. Οι ποιοτικές υπηρεσίες απαιτούν:
- Βέλτιστη συνεχιζόμενη δια βίου εκπαίδευση όλου του εμπλεκόμενου προσωπικού
- Ενσωμάτωση στην καθημερινή πρακτική σύγχρονων μεθόδων- τεχνικών
- Λειτουργία ομάδας καρδιάς (καρδιοχειρουργοί – καρδιολόγοι- αναισθησιολόγοι ) για την βέλτιστη λήψη αποφάσεων
- Διαδικασίες εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων
- Δημιουργία δικτύου εξειδικευμένων κέντρων αυξημένου όγκου ειδικών περιστατικών (συγγενείς καρδιοπάθειες, παθήσεις αορτής, καρδιακής ανεπάρκειας κ.λ.π.).
Η περίπτωση της Ελλάδας
Σήμερα στην Ελλάδα διενεργούνται 9.500 καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις ετησίως ενώ οι ανάγκες είναι για 13.000 επεμβάσεις, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή αναλογία επεμβάσεων ανά εκατομμύριο κατοίκων. Το αποτέλεσμα είναι ένας μεγάλος αριθμός ασθενών να μην επωφελείται της βέλτιστης αντιμετώπισης.
Η αναλογία καρδιοχειρουργών ανά 1 εκατομμύριο κατοίκων είναι σήμερα μία από τις καλύτερες στην Ευρώπη, φτάνοντας τους 9,7 ανά 1 εκατομμύριο κατοίκων. Ωστόσο, συγκεντρώνουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά οι Έλληνες καρδιοχειρουργοί: αφενός της άριστης εκπαίδευσης, αφετέρου του μεγάλου μέσου όρου ηλικίας τους, με το 75% να είναι πάνω από 55 ετών.
Με την έλλειψη νέων ειδικευομένων οι προβλέψεις την επόμενη 10ετία είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες όσον αφορά την επαρκή κάλυψη των αναγκών. Στον Δημόσιο τομέα διενεργείται το 60% των επεμβάσεων. Η αντιμετώπιση των ασθενών στον Δημόσιο Τομέα υφίσταται το μειονέκτημα της μακροχρόνιας λίστας αναμονής, πολλές φορές μεγαλύτερης των 6 μηνών. Ακόμη η υποστελέχωση και ο ελλιπής εξοπλισμός των Καρδιοχειρουργικών Κλινικών Περιφερειακών Νοσοκομείων οδηγεί σε περιορισμένες παροχές υπηρεσιών.
Η αντιμετώπιση των ασθενών στον Ιδιωτικό Τομέα προϋποθέτει την οικονομική συμμετοχή των ασθενών, μεγάλο ποσοστό των οποίων δεν διαθέτουν αυτή τη δυνατότητα. Η χαμηλή κρατική αποζημίωση καθώς και η μη συμπερίληψη μερικών επεμβάσεων στα ΚΕΝ (Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλια) λειτουργεί αποτρεπτικά για την αντιμετώπιση μεγάλου αριθμού ασθενών.
Ιδιαιτερότητα στον Ιδιωτικό Τομέα αποτελεί και η μεγάλη ανισοκατανομή των διενεργούμενων επεμβάσεων μεταξύ των καρδιοχειρουργών.
Επιτακτική ανάγκη για την βελτίωση αλλά και την μελλοντική συνεχή προσφορά καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων στην Ελλάδα είναι:
- Η άμεση στελέχωση και βελτίωση των υποδομών στον Δημόσιο Τομέα
- Κίνητρα για την επιλογή της ειδικότητας σε νέους γιατρούς
- Κίνητρα σε Ιδιωτικό και Δημόσιο Τομέα σε όλους τους εμπλεκόμενους εργαζόμενους στον κρίσιμο αυτό Τομέα
- Επανακαθορισμός των Κ.Ε.Ν.
- Συνεχής καταγραφή και ενημέρωση του υγειονομικού χάρτη για τροποποιήσεις σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες ανάγκες αλλά και τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
- Αξιολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών και δημιουργία κέντρων αντιμετώπισης ειδικών παθήσεων.