Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται όλο και περισσότερα περιστατικά ιδιοπαθούς φλεγμονώδους νόσου του εντέρου (ΙΦΝΕ).

Τα ΙΦΝΕ είναι νοσήματα αγνώστου αιτιολογίας στα οποία όμως συμμετέχει το ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ φαίνεται πως παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες όπως είναι η γενετική προδιάθεση, το μικροβίωμα και το περιβάλλον. Αν θέλαμε να δώσουμε μία πιο απλή περιγραφή, θα λέγαμε ότι είναι κάτι σαν «αυτοάνοσα νοσήματα του πεπτικού».

Τα ΙΦΝΕ παρουσιάζονται συνηθέστερα σε νέους ασθενείς, χωρίς αυτό να αποκλείει την εμφάνισή τους σε οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα. Διακρίνονται σε δύο νοσήματα, την ελκώδη κολίτιδα και τη νόσο του Crohn. Η ελκώδης κολίτιδα προσβάλλει το παχύ έντερο μόνο, ενώ η νόσος Crohn μπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε σημείο του πεπτικού σωλήνα από το στόμα έως και τον πρωκτό. Εκτός της προσβολής του πεπτικού, σε κάποιους ασθενείς παρουσιάζονται συμπτώματα και από άλλα συστήματα, όπως το μυοσκελετικό, το δέρμα, τους νεφρούς κ.α.

Η ελκώδης κολίτιδα συνήθως εκδηλώνεται με διαρροϊκές κενώσεις που έχουν πρόσμιξη αίματος, ενώ η νόσος Crohn με κοιλιακό άλγος και ίσως διαρροϊκές κενώσεις. Πέραν αυτού και στα δύο νοσήματα μπορεί να υπάρχει απώλεια βάρους, ανορεξία, πυρετός, κακουχία, αδυναμία και καταβολή. Σε κάθε περίπτωση η παρουσία αίματος στις κενώσεις, το επίμονο κοιλιακό άλγος, οι συνεχιζόμενες για περισσότερες από 15 ημέρες διάρροιες, η απώλεια βάρους και ο πυρετός είναι συμπτώματα που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης από γαστρεντερολόγο.

Τα ΙΦΝΕ έχουν όμως όχι μόνο μεγάλο φάσμα εκδηλώσεων αλλά και ποικίλη κλινική βαρύτητα – από πολύ ήπιες περιπτώσεις που δεν αλλάζουν ιδιαίτερα την καθημερινότητα των ασθενών έως βαρύτερες περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ποιότητα ζωής και η ικανότητα για εργασία επηρεάζονται σημαντικά. Είναι σημαντικό η διάγνωση να γίνει έγκαιρα και ο ασθενής να αρχίσει την κατάλληλη θεραπεία, καθώς από πολλές μελέτες έχει φανεί πως η έγκαιρη διάγνωση και έναρξη αγωγής σχετίζονται με καλύτερη έκβαση της νόσου. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η θεραπεία, ηπιότερη ή βαρύτερη, συνεχίζεται δια βίου.

Ευτυχώς σήμερα τόσο οι φαρμακευτικές όσο και οι χειρουργικές θεραπείες για τα ΙΦΝΕ έχουν αυξηθεί αλλά και εξελιχθεί. Σχηματικά οι φαρμακευτικές θεραπείες διακρίνονται στα 5-αμινοσαλικυλικά, τα ανοσοτροποποιητικά (αζαθειοπρίνη και μεθοτρεξάτη) και τους βιολογικούς παράγοντες.

Σήμερα υπάρχουν 5 εγκεκριμένοι βιολογικοί παράγοντες στη χώρα μας: infliximab, adalimumab, golimumab, vedolizumab και ustekinumab. Οι βιολογικοί παράγοντες χορηγούνται είτε ενδοφλέβια (δηλαδή με ορό από τη φλέβα, σε νοσοκομείο ή κλινική), είτε υποδόρια (δηλαδή με ενέσεις στην κοιλιά ή τους μηρούς, στο σπίτι).

Στόχος όλων των θεραπειών είναι η πλήρης επούλωση της φλεγμονής που παρουσιάζεται στο έντερο, ώστε ο ασθενής να μπορεί να ζει μία φυσιολογική ζωή.

Οι βιολογικοί παράγοντες χρησιμοποιούνται εδώ και 20 περίπου χρόνια στο χώρο της γαστρεντερολογίας και έχει φανεί ότι είναι σχετικά ασφαλή φάρμακα. Την ώρα της χορήγησης συνήθως δεν εκδηλώνονται ανεπιθύμητες ενέργειες, εκτός από σπάνια επεισόδια αλλεργίας. Όσον αφορά την ασφάλεια αυτών των φαρμάκων μακροπρόθεσμα, υπήρχε ανησυχία για αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων ή ανάπτυξης κακοηθειών. Έχουν γίνει αρκετές μελέτες που δείχνουν ότι ο κίνδυνος λοιμώξεων δεν είναι αυξημένος ιδιαίτερα, ενώ και για τις κακοήθειες φαίνεται πως δεν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος. Παρόλα αυτά οι ασθενείς υποβάλλονται σε τακτικούς ελέγχους, ώστε να γίνει έγκαιρη διάγνωση οποιουδήποτε πιθανού νοσήματος.

Συμπερασματικά η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn είναι νοσήματα του πεπτικού, που παρουσιάζονται συνήθως με διαρροϊκές κενώσεις, αποβολή αίματος και κοιλιακό άλγος, για τα οποία υπάρχουν αρκετές διαθέσιμες θεραπείες, οι οποίες είναι τόσο ασφαλείς όσο και αποτελεσματικές.