Ο συστηματικός εμβολιασμός παιδιών και εφήβων:

  • Έχει εξαφανίσει νοσήματα απειλητικά για τη ζωή των παιδιών όπως η ευλογιά, η διφθερίτιδα, η πολιομυελίτιδα.
  • Έχει επιτύχει να μειώσει κατακόρυφα την επίπτωση σοβαρών παιδιατρικών λοιμώξεων (σηψαιμία, μηνιγγίτιδα, πνευμονία, επιγλωττίτιδα) που προκαλούνται από μικρόβια όπως ο πνευμονιόκοκκος, ο μηνιγγιτιδόκοκκος και ο αιμόφιλος ινφλουέντζας τύπου b.

Οι λοιμώξεις που προκαλούνται από τον αιμόφιλο ινφλουέντσας τύπου b με τον μαζικό εμβολιασμό έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και έχει μειώσει σημαντικά την θνητότητα από άλλα λοιμώδη νοσήματα όπως η ιλαρά και ο κοκίτης.

Αποτελεσματική και μακράς διάρκειας προστασία

Σήμερα αποτελεί τεκμηριωμένη γνώση ότι οι εμβολιασμοί παρέχουν στα παιδιά έγκαιρη αποτελεσματική και μακράς διάρκειας προστασία από πολλές παιδιατρικές λοιμώξεις. Ιδιαίτερα επιρρεπή στις λοιμώξεις είναι τα βρέφη και τα μικρά παιδιά. Για τον λόγο αυτόν, τα εμβόλια ξεκινούν να χορηγούνται νωρίς, από το δεύτερο κιόλας μήνα της ζωής του παιδιού ακολουθώντας το χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού της χώρας.

Το πρόγραμμα της κάθε χώρας αναπροσαρμόζεται ανά διαστήματα με σκοπό την καλύτερη και ευρύτερη προστασία των παιδιών από λοιμώδη νοσήματα. Με βάση πάντα τις μελέτες αποτελεσματικότητας των εμβολίων, μπορεί να τροποποιηθούν οι δόσεις τους όπως έγινε για το συζευγμένο – 13δύναμο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο όπου μειώθηκαν οι δόσεις τον πρώτο χρόνο (με εξαίρεση τα πρόωρα) από 3 σε 2 (2 μηνών και 4 μηνών) και αναμνηστική δόση στους 12 μήνες ή και ο χρόνος χορήγησης των δόσεων, όπως για το εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας (MMR) όπου η δεύτερη δόση του από διετίας συστήνεται να γίνεται νωρίτερα στην ηλικία 2-3 ετών και όχι 4-6 ετών όπως ίσχυε παλαιότερα.

Παράλληλα συνεχίζεται και η προσπάθεια παραγωγής και κυκλοφορίας νέων εμβολίων. Το πρώτο πρωτεϊνικό εμβόλιο έναντι του μηνιγγιτιδόκοκκου οροομάδος Β, το εμβόλιο 4ΕΜenB (Bexsero) κυκλοφόρησε το 2013 και χορηγείται από την ηλικία των 2 μηνών, και το 2018 το δεύτερο πρωτεϊνικό κατά της ίδιας οροομάδος Β του μηνιγγιτιδόκοκκου, το εμβόλιο ΜenB-FHbp (Trumenba) για τα μεγαλύτερα παιδιά ( χορηγείται από την ηλικία > 10 ετών). Τα εμβόλια αυτά έχουν αποδειχθεί ότι προστατεύουν αποτελεσματικά και με ασφάλεια τους εμβολιασμένους από την μηννιγγιτιδοκοκκική νόσο.

Το πρόγραμμα των εμβολιασμών αναγράφεται στο βιβλιάριο Υγείας του παιδιού.

Ο παιδίατρος όμως είναι εκείνος που θα προγραμματίσει τους εμβολιασμούς και θα καθορίσει το χρονοδιάγραμμα (ηλικία χορήγησης, δόσεις, μεσοδιαστήματα δόσεων) σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών της χώρας.

Σημαντικός είναι όμως ο ρόλος του παιδιάτρου και για τη σωστή ενημέρωση των γονέων όσον αφορά την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, έτσι ώστε κανένα παιδί να μη μένει ανεμβολίαστο. Οι γονείς θέλουν και οφείλουν να έχουν κάποιες επιστημονικά τεκμηριωμένες γνώσεις για τα εμβόλια. Ιδιαίτερα σήμερα που έχει αναπτυχθεί όχι μόνο στη χώρα μας αλλά παγκόσμια ένα αντιεμβολιαστικό κίνημα, ευτυχώς μικρής έκτασης. Οι τεκμηριωμένες απαντήσεις του παιδιάτρου, που εμπιστεύονται οι γονείς, στους προβληματισμούς τους γύρω από την ασφάλεια των εμβολίων αποτελούν τον μοναδικό τρόπο να πεισθούν και να εμβολιάσουν το παιδί τους.

Οι γονείς θα πρέπει να ξέρουν ότι μακροχρόνιες μελέτες ασφάλειας, προηγούνται της κυκλοφορίας του εμβολίου και υπάρχει ταυτόχρονα διαρκής επαγρύπνηση για τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες. Έτσι τα εμβόλια είναι απολύτως ασφαλή. Όλες οι προσπάθειες απόδοσης διαφόρων νοσημάτων στα εμβόλια έχουν αποτύχει. Η συσχέτιση του εμβολίου της Ιλαράς με τον αυτισμό ή του εμβολίου της Ηπατίτιδας Β με τη κατά πλάκας σκλήρυνση δεν τεκμηριώθηκαν ποτέ επιστημονικά. Μάλιστα ο Άγγλος Γαστρεντερολόγος που δημοσίευσε τη μελέτη που απέδιδε τον αυτισμό στο εμβόλιο της Ιλαράς καταδικάστηκε και του αφαιρέθηκε το δίπλωμα. Έπαψε να είναι γιατρός.

Συνεπώς οι γονείς δεν πρέπει να φοβούνται για τυχόν παρενέργειες. Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις είναι συνήθως ήπιες και τοπικές (χαμηλός πυρετός, πόνος στο σημείο της ένεσης).

Όλα τα εμβόλια είναι ενέσιμα με εξαίρεση το εμβόλιο έναντι του Rota Ιού, που δίδεται από το στόμα. Τα τελευταία χρόνια επειδή ο αριθμός των εμβολίων που πρέπει να κάνει ένα παιδί είναι μεγάλος, για να μειωθεί ο αριθμός των ενέσεων, εμπειρία όχι ευχάριστη για το παιδί, αλλά και των επισκέψεων, έχουν παραχθεί και χρησιμοποιούνται ευρέως πολυδύναμα εμβόλια, πενταδύναμα και εξαδύναμα. Ο φόβος των γονέων, μήπως τα πολλά αντιγόνα που περιέχουν τα πολυδύναμα εμβόλια εξασθενούν το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών έπαψε να υπάρχει καθότι αποδείχθηκε ότι τα βρέφη και τα παιδιά έχουν την δυνατότητα παραγωγής αντισωμάτων σε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό αντιγόνων.

Τα πολυδύναμα εμβόλια είναι επίσης ασφαλή, δεν προκαλούν σημαντικές αντιδράσεις και περιέχουν ταυτόχρονη ανοσοποίηση για πολλές λοιμώξεις (διφθερίτιδα, τέτανο, κοκίτη, πολιομυελίτιδα, ηπατίτιδα Β και αιμόφιλο ινφλουέντσας τύπου b)

Τα επιπλέον εμβόλια που συστήνονται και γίνονται στα παιδιά είναι για τον πνευμονιόκοκκο, τον μηνιγγιτιδόκοκκο, την ηπατίτιδα Α, την ιλαρά-ερυθρά παρωτίτιδα (MMR), την ανεμοβλογιά, για τον Rota-ιό , για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) και τη γρίπη.

Γρίπη

Στη χώρα μας όσον αφορά τη γρίπη δεν συστήνεται ο καθολικός εμβολιασμός παιδιών, εφήβων και ενηλίκων με το αντιγριπικό εμβόλιο, όπως στις ΗΠΑ αλλά δίδεται προτεραιότητα στον εμβολιασμό των ομάδων υψηλού κινδύνου.

Η οδηγία αυτή δεν έχει αλλάξει προς το παρόν για τη φετινή χρονιά με την επιδημία Covid-19 σε ότι αφορά τα παιδιά. Στους ενήλικες μελέτες έχουν δείξει αρνητική συσχέτιση του εμβολιασμού για τη γρίπη και της βαρύτητας της λοίμωξης από τον ιό Covid-19.

Τα εμβόλια αποτελούν την ασπίδα προστασίας τους από τις λοιμώξεις.

Κάθε παιδί ξεκινώντας το σχολείο θα πρέπει να είναι πλήρως εμβολιασμένο. Η παρακολούθηση στο σχολείο ευνοεί τη μετάδοση πολλών παθογόνων μικροοργανισμών λόγω της στενής επαφής πολλών παιδιών καθημερινά.