Περισσότερο από έναν αιώνα πριν, το 1902, ο George Still περιέγραψε ένα πρότυπο συμπεριφοράς στα παιδιά που περιλάμβανε ανησυχία, απροσεξία και υπερδιέγερση, με αδυναμία να εσωτερικεύσουν κανόνες και όρια. Στα πλαίσια της εποχής, απέδωσε την κατάσταση αυτή σε «πρόβλημα ηθικής του χαρακτήρα». Στην πορεία των χρόνων, η κατάσταση αυτή άλλαξε ονόματα και σήμερα ονομάζεται «Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής Υπερκινητικότητας – ΔΕΠΥ (Attention deficit Hyperactivity Disorder, ADHD), αποτελώντας μία από τις πιο μελετημένες καταστάσεις τις παιδικής ηλικίας.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ περιλαμβάνουν συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας, ανάρμοστα για την ηλικία και δυσλειτουργικά στο πλαίσιο του σπιτιού και του σχολείου. Μπορεί να εμφανίζεται με προέχουσα την υπερκινητικότητα, την ελλειμματική προσοχή ή και τις δύο ομάδες συμπτωμάτων. Η ΔΕΠΥ αφορά το 4-8% των παιδιών παγκοσμίως και, παρ’ότι αποτελεί τη συχνότερη νευροαναπτυξιακή διαταραχή, συχνά υπο-διαγιγνώσκεται και υπο- αντιμετωπίζεται. Σε κλινικούς πληθυσμούς, η ΔΕΠΥ κυριαρχεί στους άρρενες με αναλογία αγοριών/ κοριτσιών 3:1, ενώ η αναλογία αυτή γίνεται 2:1 για τις περιπτώσεις που κυρίως προβάλλει η απροσεξία.

Η ΔΕΠΥ είναι κατάσταση πολυπαραγοντικής αιτιολογίας και προκύπτει από την αλληλεπίδραση γενετικών, επιγενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, κυρίως κατά τη διάρκεια της κύησης. Η αδυναμία συμπεριφορικής αναστολής έχει προταθεί ως ένα από τα σημαντικότερα ελλείμματα στη ΔΕΠΥ και, σύμφωνα με αυτή, φαίνεται ότι τα παιδιά δυσκολεύονται να κινητοποιήσουν τους μηχανισμούς της μακροπρόθεσμης ανταμοιβής, την ικανότητα να διακόπτουν τις τρέχουσες δραστηριότητες, όπως το παιχνίδι και τον έλεγχο των παρεμβολών σε καταστάσεις που χρειάζεται να συγκεντρωθούν.

Η ΔΕΠΥ υπάρχει στις οικογένειες και, συχνά, παρόμοια εικόνα βρίσκεται σε έναν ή και στους δύο γονείς ή σε άλλα αδέλφια. Οι μελέτες συσχέτισης υποψήφιων γονιδίων έχουν βρει ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ της ΔΕΠΥ και γονιδίων που εμπλέκονται στις οδούς της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης. Το γονίδιο που ενοχοποιείται πιο έντονα για τη ΔΕΠΥ είναι το γονίδιο του ανθρώπινου υποδοχέα της ντοπαμίνης D4. Από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, η προωρότητα, η προγεννητική έκθεση στο αλκοόλ και στη νικοτίνη συνδέεται με την εμφάνιση ΔΕΠΥ. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι οι περιβαλλοντικοί αυτοί παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ΔΕΠΥ κυρίως σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα.

Το «κλειδί» της διάγνωσης

Η διάγνωση της ΔΕΠΥ απαιτεί τεκμηριωμένη έκπτωση της λειτουργικότητας, στους τομείς της ακαδημαϊκής επίδοσης, των οικογενειακών σχέσεων, των σχέσεων με τους συνομηλίκους, καθώς και της συνολικής προσαρμοστικής λειτουργίας. Τα περισσότερα παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν και συνυπάρχουσες καταστάσεις, όπως η διαταραχή κινητικού συντονισμού, οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, όπως η δυσλεξία και άλλες. Η ΔΕΠΥ, όπως και οι άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές, διαγιγνώσκεται κλινικά και δεν υπάρχουν βιολογικές ή απεικονιστικές εξετάσεις, που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση της.

Η διάγνωση της ΔΕΠΥ γίνεται από Παιδιάτρους Αναπτυξιακής Παιδιατρικής ή Παιδοψυχιάτρους, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και την κλινική έκφραση της ΔΕΠΥ. Ο κλινικός ιατρός οφείλει να διαπιστώσει αν οι συμπεριφορές περιορίζονται σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ή ειδικές συνθήκες ή αν είναι παρούσες σε όλα τα κύρια περιβάλλοντα και στις περισσότερες πτυχές της ζωής του παιδιού.

Εάν ένα παιδί παρουσιάζει συμπτώματα ΔΕΠΥ μόνο στο σχολείο, αλλά όχι στο σπίτι, μπορεί αυτά να είναι δευτερογενή, για παράδειγμα σε μία μαθησιακή ή νοητική δυσκολία. Αν πάλι το παιδί εμφανίζει τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ μόνο στο σπίτι και όχι στο σχολείο ή άλλο περιβάλλον, τότε μπορεί να αποδίδονται σε προβλήματα αλληλεπίδρασης ή οριοθέτησης μεταξύ γονέα και παιδιού, ή σε ψυχοπαθολογία των γονέων.

Πολλά από τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ μπορεί να εμφανιστούν ως συμπτώματα ιατρικών καταστάσεων ή ως απάντηση σε αλλαγές της ζωής και γι’ αυτό είναι σημαντικό το λεπτομερές αναπτυξιακό ιστορικό και κάθε στοιχείο που μπορεί να ερμηνεύσει την εικόνα ΔΕΠΥ σε ένα παιδί. Υπάρχουν αρκετά παιδιά ή ενήλικες στους οποίους τα συμπτώματα υπερκινητικότητας, παρορμητικότητας ή διάσπασης προσοχής δεν είναι αρκετά έντονα ώστε να έχουν επιπτώσεις στη μάθηση ή στην κοινωνική ζωή του παιδιού.

Η κρίση του κλινικού ιατρού είναι σημαντική για την αξιολόγηση της επίπτωσης των συμπτωμάτων στη ζωή του παιδιού. Οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις οι οποίες βασίζονται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς και η φαρμακευτική αγωγή έχουν βρεθεί ότι είναι αποτελεσματικές θεραπείες για παιδιά και εφήβους με ΔΕΠΥ. Η εκπαίδευση των γονέων με στόχο την βελτίωση των γονεϊκών δεξιοτήτων είναι το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση. Η ΔΕΠΥ είναι νευροβιολογική κατάσταση και δεν οφείλεται σε κακή ανατροφή ή αρνητικές εμπειρίες αν και η πορεία της εξαρτάται από αυτά.

Η ολοκληρωμένη φροντίδα για τα παιδιά και τους εφήβους με ΔΕΠΥ επιτυγχάνεται με την διεπιστημονική συνεργασία του εξειδικευμένου παιδιάτρου Αναπτυξιακής παιδιατρικής ή Παιδοψυχιάτρου, του παιδιάτρου πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, των θεραπευτών και του εκπαιδευτικού της τάξης. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για τον επιπολασμό και την έκβαση της ΔΕΠΥ, κάτι που θα ήταν ιδιαίτερα βοηθητικό για την βελτίωση των υπηρεσιών και την υποστήριξη των οικογενειών.

Διαβάστε επίσης

ΔΕΠΥ: Aπό ποιους κινδύνους γλιτώνουν όσοι ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή

Πότε «χάνουν» τη δράση τους τα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ; Τι λέει η επιστήμη

ΔΕΠΥ, αυτισμός και σχιζοφρένεια: Δείκτης κινδύνου η έλλειψη αυτής της βιταμίνης στη βρεφική ηλικία