Η αορτική βαλβίδα είναι μία από τις τέσσερις βαλβίδες της καρδιάς.

Καθώς η καρδιά χτυπά, σε κάθε καρδιακή συστολή, ανοίγει και κλείνει, επιτρέποντας στο αίμα να ρέει από την καρδιά προς το υπόλοιπο σώμα προς μία κατεύθυνση. Με την αύξηση της ηλικίας, η αορτική βαλβίδα παχύνεται και γίνεται πιο σκλήρη και δυσκίνητη λόγω εναπόθεσης ασβεστίου, με αποτέλεσμα να ανοίγει μερικώς επιβαρύνοντας την καρδιά γιατί την αναγκάζει να εργασθεί σκληρότερα για να αντλήσει τις ίδιες ποσότητες αίματος μέσω ενός στενωμένου δραστικού αορτικού στομίου. Η οντότητα αυτή ονομάζεται στένωση της αορτικής βαλβίδας. Η στένωση της αορτικής βαλβίδας αποτελεί την πιο συχνή βαλβιδική νόσο των ενηλίκων στις αναπτυγμένες κοινωνίες. Υπολογίζεται ότι το 2-7% του πληθυσμού, ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, πάσχει από αορτική στένωση.

Η αορτική στένωση μπορεί να οδηγήσει σε δύσπνοια, πόνο στο στήθος, εύκολη κόπωση, ζάλη, απώλεια συνειδήσεως και θάνατο. Μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων, η θνητότητα της παθήσεως είναι πολύ μεγάλη και υπολογίζεται ότι είναι περίπου 25% τον πρώτο χρόνο και 50% στα δύο χρόνια.

Η επέμβαση πραγματοποιείται με γενική αναισθησία και απαιτεί τη διάνοιξη του θώρακα του ασθενή και προσωρινή διακοπή της λειτουργίας της καρδιάς του. Ο χειρουργός απομακρύνει τη στενωμένη και ασβεστωμένη βαλβίδα και εμφυτεύει μια καινούργια μεταλλική ή βιοπροσθετική βαλβίδα συρράπτοντάς την στη θέση της. Η διάρκεια της επέμβασης είναι περίπου τέσσερις με πέντε ώρες. Ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο περίπου για πέντε έως δέκα ημέρες και συνήθως επανέρχεται στις δραστηριότητες του μετά ένα έως δύο μήνες.

Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι νόσος που προσβάλει μεγάλης ηλικίας ασθενείς, στους οποίους συνυπάρχουν και άλλες παθήσεις όπως στεφανιαία νόσος, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, νεφρική ανεπάρκεια, αναπνευστική ανεπάρκεια, ηπατική ανεπάρκεια, περιφερική αγγειοπάθεια, πνευμονική υπέρταση, κακοήθεια και καχεξία. Οι συννοσηρότητες αυτές αυξάνουν τον κίνδυνο της χειρουργικής επέμβασης με αποτέλεσμα τόσο οι ασθενείς οι ίδιοι και το περιβάλλον τους όσο και οι θεράποντες ιατροί των ασθενών να την αποφεύγουν.

Έχει υπολογισθεί ότι ένα 30% σήμερα έως ένα 50% πριν από 10 χρόνια, των ασθενών με βαριά συμπτωματική αορτική στένωση, ηλικίας μεγαλύτερης των 75 ετών δεν υποβάλλεται σε χειρουργική θεραπεία λόγω του αυξημένου προεγχειρητικού κινδύνου.

Η διαδερμική διακαθετηριακή TAVI ή TAVR αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας είναι μία μέθοδος, που ξεκίνησε το 2002 στη Rouen από τον Alain Gribier. Σήμερα έχουν τοποθετηθεί περισσότερες από 600.000 βαλβίδες σε 70 χώρες όπου πραγματοποιείται η μέθοδος.

Η εμφύτευση δεν απαιτεί γενική αναισθησία. Συνήθως γίνεται είτε από τη μηριαία αρτηρία χωρίς διάνοιξη του θώρακα είτε διακορυφαία, μετά μικρή θωρακοτομή και βέβαια χωρίς διακοπή της λειτουργίας της καρδιάς και της κυκλοφορίας. Η επέμβαση διαρκεί περίπου δύο ώρες και η παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο είναι περίπου πέντε ημέρες και ο ασθενής δραστηριοποιείται πλήρως σε μία εβδομάδα. Η διαδερμική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας γίνεται σήμερα μόνον σε ασθενείς, που δεν μπορούν να χειρουργηθούν ή έχουν υψηλό προεγχειρητικό κίνδυνο για κάποια επιπλοκή.

Οι υποψήφιοι ασθενείς για τη μέθοδο υποβάλλονται σε μια σειρά εξετάσεων για να διαπιστώσουμε αν είναι κατάλληλοι για διαδερμική αντικατάσταση. Ενδείξεις διαδερμικής αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας έχουν ασθενείς με:

  1. EuroScore logistic ≥ 20
  2. STS Score ή EuroScore II ≥ 10
  3. Πορσελανοειδής αορτή.
  4. «Εύθραυστοι» ασθενείς με υψηλό frailty score.
  5. Έχουν ξαναχειρουργηθεί στο θώρακα.
  6. Έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία στο θώρακα.
  7. Βαρεία χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
  8. Δυσμορφία στο θώρακα, που καθιστούν αδύνατη τη θωρακοτομή.
  9. Έχουν σοβαρές εκφυλιστικές παθήσεις του νευρομυϊκού συστήματος.

Επιπλοκές από τη διαδερμική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας: