Η Αγκυλοποιητική Σπονδυλαρθρίτιδα (ΑΣ) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος με κύριο χαρακτηριστικό την προσβολή της σπονδυλικής στήλης και των ιερολαγονίων αρθρώσεων. Προσβάλει το 0,1 – 1,4% του πληθυσμού και εμφανίζεται συνήθως σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες, κάτω των 40 ετών. Η αιτία της νόσου είναι άγνωστη, αλλά έχει βρεθεί ότι εμπλέκονται γενετικοί παράγοντες, ιδιαίτερα το γονίδιο HLA B- 27, το οποίο ανιχνεύεται στο 90% των ασθενών με ΑΣ.

Η φλεγμονώδης οσφυαλγία είναι το κύριο σύμπτωμα της νόσου, με πόνο που εντοπίζεται χαμηλά στην οσφύ και τους γλουτούς. Ο πόνος χαρακτηριστικά βελτιώνεται με την άσκηση, ενώ επιδεινώνεται με την ανάπαυση και πολλές φορές ξυπνά τους ασθενείς τις πρώτες πρωινές ώρες. Συχνά, οι ασθενείς αναφέρουν και συνοδό δυσκαμψία της οσφύος δηλαδή ένα «πιάσιμο» χαμηλά στη μέση και τη λεκάνη το πρωί, όταν σηκώνονται από το κρεβάτι τους, που υποχωρεί μετά από κάποια ώρα με την έναρξη της κίνησης. Εκτός από την σπονδυλική στήλη μπορεί να προσβληθούν οι περιφερικές αρθρώσεις όπως τα ισχία, και οι ενθέσεις του σώματος, δηλαδή τα τελικά σημεία των τενόντων όπως ο Αχίλλειος τένοντας, καθώς και άλλα σημαντικά όργανα όπως τα μάτια, το έντερο, οι πνεύμονες και σπανιότερα η καρδιά.

Παρά τις προσπάθειες ευαισθητοποίησης, υπάρχει ακόμη μεγάλη καθυστέρηση στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 9 χρόνια. Η ΑΣ έχει την πιο καθυστερημένη διάγνωση ανάμεσα στα ρευματολογικά νοσήματα. Αυτό συμβαίνει γιατί συχνά οι ασθενείς δεν ζητούν έγκαιρα ιατρική βοήθεια και καταφεύγουν σε συχνή χρήση αντιφλεγμονωδών σκευασμάτων ή επισκέπτονται γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων και όχι ρευματολόγο.

Όμως, η μη έγκαιρη αντιμετώπιση με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή οδηγεί σε χρόνια φλεγμονή, μόνιμες αλλοιώσεις και τελικά αγκύλωση της σπονδυλικής στήλης. Οι ασθενείς με ΑΣ, λόγω του πόνου και του περιορισμού στην κινητικότητα, πολλές φορές αδυνατούν να ανταποκριθούν στις καθημερινές δραστηριότητές τους, δεν είναι παραγωγικοί στην εργασία τους, οδηγούνται σε συχνές αναρρωτικές άδειες και κάποιοι από αυτούς αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εργασία τους.

Σήμερα, ακόμη και στη χώρα μας κυκλοφορούν νέες θεραπείες, που αναστέλλουν τη φλεγμονώδη διαδικασία, και βελτιώνουν εντυπωσιακά την ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών. Ο ρευματολόγος μπορεί να διαγνώσει έγκαιρα και να δώσει την κατάλληλη στοχευμένη θεραπεία στον κάθε ασθενή, ώστε να ελαχιστοποιηθούν και οι μετέπειτα επιπλοκές της νόσου. Εάν υποψιάζεστε ότι πάσχετε από τη νόσο ή εάν εμφανίζετε κάποιο από τα παραπάνω συμπτώματα, μη διστάζετε να απευθυνθείτε σε κάποιο ρευματολόγο.

*Η Αλίκη Ι. Βενετσανοπούλου είναι Ρευματολόγος και Ακαδημαϊκή Υπότροφος στη Ρευματολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων