Ολόκληρο το άρθρο της Γιώτας Τουλούμη*

Η παχυσαρκία είναι η πανδημία του σύγχρονου κόσμου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) το ποσοστό παχυσαρκίας έχει παγκοσμίως σχεδόν τριπλασιαστεί από το 1975. Εκτιμάται ότι το 2016 πάνω από 650 εκατομμύρια ενήλικες ήταν παχύσαρκοι και πάνω από 1,9 δισεκατομμύρια υπέρβαροι. Η παχυσαρκία αποτελεί βασικό παράγοντα αυξημένου κινδύνου για μη μεταδοτικά νοσήματα όπως καρδιαγγειακά (που αποτελούν και την κύρια αιτία θανάτου), διαβήτη και κάποιους καρκίνους. Σχετίζεται δε, και συχνά συνυπάρχει, με άλλους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων όπως υπέρταση, υπερλιπιδαιμία και κατάθλιψη. Εκτιμάται ότι, το 2017, το 8% του συνόλου των θανάτων παγκοσμίως μπορεί να αποδοθεί στην παχυσαρκία. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν θέσει ως στόχο τη μείωση κατά το 1/3 της πρόωρης θνησιμότητας (θάνατοι σε άτομα κάτω των 70 ετών) από μη μεταδοτικές νόσους μέχρι το 2030. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πρέπει, μεταξύ άλλων, να ελεγχθούν όλοι οι παράγοντες που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο, με την παχυσαρκία να είναι ένας από τους σημαντικότερους.

Στην Ελλάδα, την περίοδο 2014-2016 διεξήχθη η Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου (ΕΜΕΝΟ) σε τυχαίο δείγμα 6.000 ενηλίκων από όλη τη χώρα. Στους συμμετέχοντες μετρήθηκαν βάρος, ύψος και πίεση ενώ ελήφθη και δείγμα αίματος. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ΕΜΕΝΟ, εκτιμάται ότι το 1,1% των ενηλίκων ήταν ελλιποβαρές, το 37,7% υπέρβαρο και το 32,1% παχύσαρκο ενώ μόνο το 29,1% κανονικού βάρους. Με βάση τα αποτελέσματα αυτά, η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό παχύσαρκων. Στις ΗΠΑ, που επίσης θεωρείται χώρα με υψηλό ποσοστό παχύσαρκων, το ποσοστό είναι της τάξης του 32,2%, αντίστοιχο δηλαδή με αυτό στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρώπη λίγο κάτω από το 1/3 (περίπου 28%). Το ποσοστό παχυσαρκίας βρέθηκε χαμηλότερο στις γυναίκες από ότι στους άνδρες μέχρι την ηλικία των 40 ετών και υψηλότερο σε μεγαλύτερες ηλικίες. Το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, το υψηλότερο εισόδημα, η καλύτερη συμμόρφωση με τη Μεσογειακή διατροφή και η αυξημένη φυσική δραστηριότητα/άσκηση συνδέονται με μικρότερη πιθανότητα να είναι κάποιος/α παχύσαρκος/η. Η παχυσαρκία συνυπήρχε σε μεγάλο βαθμό με άλλους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών όπως υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, διαβήτη και προδιαβήτη. Μόνο στο 18,9% των παχύσαρκων δεν συνυπήρχε κανένας άλλος παράγοντας κινδύνου ενώ στο 28,9% συνυπήρχε ένας επιπλέον, στο 31,7% δύο και στο 20,5% τρεις ή τέσσερις. Στα μη-παχύσαρκα άτομα, το 47,3% δεν είχε κανένα παράγοντα κινδύνου, το 29,7% είχε έναν, το 16% δύο και το 7% τρεις ή τέσσερις, αναδεικνύοντας τη συμβολή της παχυσαρκίας στην εμφάνιση και άλλων συν-νοσηροτήτων. Η συμβολή αυτή ήταν εντονότερη στις νεότερες ηλικίες, επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής των νέων ανθρώπων. Το ποσοστό των ατόμων με διαβήτη ήταν 20,5% και με προδιαβήτη 19,6% ανάμεσα στα παχύσαρκα άτομα, ενώ στα μη παχύσαρκα άτομα 7,5% και 8,9% αντίστοιχα.

Σε προηγούμενη πανελλαδική έρευνα που διεξήχθη το 2005-2006 το ποσοστό αυτο-αναφερόμενης παχυσαρκίας ήταν 22,5%, πολύ χαμηλότερο από αυτό που βρέθηκε στην ΕΜΕΝΟ. Παρότι είναι γνωστό ότι η αυτο-αναφορά οδηγεί σε χαμηλότερα ποσοστά, το μέγεθος της διαφοράς (22,5% έναντι 32,1%) δείχνει ότι από το 2006 έως το 2014-2016 υπήρχε μία ανησυχητική αύξηση του ποσοστού παχυσαρκίας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών. Αυτή η αύξηση μπορεί να οφείλεται στην μετάβαση σε έναν πιο «εκσυχρονισμένο» πρότυπο διατροφής και τρόπο ζωής. Καθώς οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν, επίσης, τη συμπεριφορά όσον αφορά τη διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα, η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση στην Ελλάδα μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στη δημόσια υγεία, συμπεριλαμβανόμενης και της παχυσαρκίας.

Καθώς η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας και παράγοντα κινδύνου για διάφορες παθήσεις, καινοτόμες στρατηγικές δημόσιας υγείας για την πρόληψη και την ιατρική αντιμετώπισή της βρίσκονται σε μεγάλη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, η παχυσαρκία είναι σε ανησυχητικά επίπεδα, συνυπάρχει δε και με άλλα μεταβολικά νοσήματα, ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους. Η αντιμετώπισή της αποτελεί σημαντική πρόκληση. Είναι άμεση ανάγκη να αναπτυχθούν και υλοποιηθούν καινοτόμες παρεμβάσεις σε ατομικό (συμβουλευτική, θεραπευτικές προσεγγίσεις) και συλλογικό (κοινότητες, δήμοι, περιφέρειες, πολιτεία) επίπεδο, με σεβασμό στη διαφορετικότητα και στις επιμέρους ανάγκες των ωφελούμενων.

* Η Γιώτα Τουλούμη είναι Καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας, Ιατρική Σχολή Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

** Η Novo Nordisk Hellas υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου Θέματος» να αναδείξει τη σημασία της πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας. Η φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμία ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.