Τα νοσοκομεία παγκοσμίως βρίσκονται στο επίκεντρο μιας νέας εποχής όσον αφορά στη διαφάνεια, τη βελτίωση ποιότητας και της αποδοτικότητας και την λογοδοσία. Από τον ΟΟΣΑ έως τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η αξιολόγηση της απόδοσης και της ποιότητας στην παροχή φροντίδας έχει εξελιχθεί σε βασικό εργαλείο χάραξης πολιτικής.
Τα διεθνή πρότυπα –όπως το πλαίσιο του HSPA (Health System Performance Assessment framework) για την αποτίμηση της απόδοσης των συστημάτων υγείας και τα εργαλεία για τη βελτίωση της ποιότητας στα νοσοκομεία– εστιάζουν σε τρεις πυλώνες: αποτελεσματικότητα, ασφάλεια και ανταποκρισιμότητα στις ανάγκες των ασθενών. Συμπληρωματικά, οργανισμοί όπως το AHRQ στις ΗΠΑ και η Joint Commission International προωθούν πρότυπα που συνδυάζουν δείκτες ποιότητας, ασφάλειας, αποδοτικότητας και συμμετοχής του ασθενή στη φροντίδα του.

Η κυρία Δάφνη Καϊτελίδου
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η μέτρηση και δημοσιοποίηση δεικτών (π.χ. ενδονοσοκομειακής θνησιμότητας, λοιμώξεων, επανεισαγωγών, ικανοποίησης ασθενών) είναι πλέον θεσμοθετημένη πρακτική. Οι δείκτες αυτοί χρησιμοποιούνται για τη συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking) των νοσοκομείων, τη βελτίωση των διαδικασιών και τη διαμόρφωση κινήτρων απόδοσης.
Στην Ελλάδα, η υιοθέτηση ενός συστηματικού πλαισίου ποιότητας καθυστέρησε σημαντικά. Για δεκαετίες, το νοσοκομειακό σύστημα λειτουργούσε χωρίς ενιαίους μηχανισμούς αξιολόγησης, χωρίς μετρήσιμα πρότυπα ποιότητας και χωρίς διαφάνεια στα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα ήταν σημαντικές ανισορροπίες και αναποτελεσματικότητες: χαμηλή πληρότητα κλινών σε περιφερειακά νοσοκομεία, υπερφόρτωση μεγάλων μονάδων, ελλείψεις προσωπικού και απουσία κουλτούρας συνεχούς βελτίωσης.
Η ίδρυση του ΟΔΙΠΥ το 2020 αποτέλεσε καθοριστικό βήμα. Για πρώτη φορά, θεσπίστηκε ένας εθνικός φορέας με αρμοδιότητα την ανάπτυξη προτύπων ποιότητας, τη δημιουργία δεικτών ασφάλειας και αποτελεσματικότητας και την εκπαίδευση στελεχών των νοσοκομείων. Ο ΟΔΙΠΥ, σε συνεργασία με το Γραφείο του ΠΟΥ για την Ποιότητα και Ασφάλεια Ασθενών στην Αθήνα, προωθεί την εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης των νοσοκομείων. Ήδη, πιλοτικά προγράμματα εφαρμόζονται σε 11 νοσοκομεία με δείκτες για τη θνησιμότητα, τις νοσοκομειακές λοιμώξεις, τα έλκη πίεσης (κατακλίσεις), την ορθή ταυτοποίηση των ασθενών και άλλους δείκτες ασφάλειας ασθενών.
Παρά τα βήματα αυτά, αρκετές προκλήσεις παραμένουν:
- ελλιπής ψηφιοποίηση
- αδύναμη κουλτούρα ποιότητας
- ανομοιόμορφη κατανομή ανθρώπινων πόρων
- απουσία διαλειτουργικών πληροφοριακών συστημάτων.
Η καθιέρωση ηλεκτρονικού φακέλου ασθενούς, η αξιολόγηση βάσει δεικτών και η σύνδεση χρηματοδότησης με αποτελέσματα είναι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να ολοκληρωθούν άμεσα.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η ποιότητα δεν είναι κόστος, αλλά επένδυση στην υγεία: μειώνει τις επιπλοκές, ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών και αυξάνει την αποδοτικότητα των πόρων. Η Ελλάδα έχει πλέον το θεσμικό υπόβαθρο να καλύψει το χαμένο έδαφος· απαιτείται όμως συνέπεια, διαφάνεια και δέσμευση όλων των εμπλεκομένων ώστε η ποιότητα και η ασφάλεια να γίνουν καθημερινή πρακτική στα ελληνικά νοσοκομεία.
Το ανθρώπινο δυναμικό, η βάση ενός ποιοτικού και ανθεκτικού συστήματος υγείας
Βεβαίως η ανθεκτικότητα και η ποιότητα των συστημάτων υγείας δεν κρίνονται μόνο από την τεχνολογία ή τις υποδομές, αλλά από τον άνθρωπο — από τους επαγγελματίες που στηρίζουν καθημερινά τη λειτουργία τους. Το ανθρώπινο δυναμικό υγείας αποτελεί τη ραχοκοκαλιά κάθε βιώσιμου και δίκαιου συστήματος φροντίδας. Η επένδυση στη σωστή στελέχωση, στην εκπαίδευση, στην επαγγελματική ανάπτυξη και στη διατήρηση των εργαζομένων αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την προστασία της υγείας του πληθυσμού.
Η Ελλάδα διαθέτει ένα ανθρώπινο δυναμικό υψηλής κατάρτισης και αφοσίωσης, όμως εδώ και αρκετά χρόνια αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις: υποστελέχωση, γήρανση του προσωπικού και αυξανόμενη αποχώρηση έμπειρων επαγγελματιών προς το εξωτερικό και τον ιδιωτικό τομέα. Οι δείκτες της χώρας δείχνουν ξεκάθαρα ότι χωρίς συστηματικό σχεδιασμό, παρακολούθηση και στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού, οι πολιτικές υγείας παραμένουν αποσπασματικές.
Η χώρα συνεχίζει να έχει τους λιγότερους νοσηλευτές ανά κάτοικο στην ΕΕ, με σημαντικές ανισότητες στη γεωγραφική κατανομή των επαγγελματιών υγείας. Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη γήρανση του προσωπικού, αφού περίπου το 47% των νοσηλευτών στα νοσοκομεία είναι άνω των 50 ετών ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους διοικητικούς υπαλλήλους ξεπερνά το 53%. Η μετανάστευση νέων επαγγελματιών, αλλά και η απουσία ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού για το ανθρώπινο δυναμικό (ΑΔΥ) επιτείνουν το πρόβλημα. Σύμφωνα προβλεπτικά μοντέλα, οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό αναμένεται να αυξηθούν τουλάχιστον κατά 15% τα επόμενα χρόνια, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα.
Η επένδυση στους νοσηλευτές
Για να αναστραφεί αυτή η τάση, απαιτείται μια σαφής πολιτική δέσμευση για την ενίσχυση του νοσηλευτικού επαγγέλματος, τόσο μέσω της αύξησης των διαθέσιμων θέσεων εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια, όσο και μέσω της ουσιαστικής βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, της κοινωνικής αναγνώρισης και των μισθολογικών απολαβών. Η επένδυση στους νοσηλευτές δεν αποτελεί μόνο ζήτημα δικαιοσύνης, αλλά και προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα και την ποιότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Η διεθνής εμπειρία, δείχνει καθαρά ότι οι χώρες που επένδυσαν στην ανάπτυξη του νοσηλευτικού δυναμικού, εξασφάλισαν καλές συνθήκες εργασίες και δόμησαν ένα σύστημα επαγγελματικής εξέλιξης (career ladder) για τους νοσηλευτές, κατάφεραν να πετύχουν αναβάθμιση του επαγγέλματος, βελτίωση του κύρους, διατήρηση προσωπικού και βελτίωση των εκβάσεων φροντίδας.
Στα συστήματα αυτά προβλέπονται ανώτεροι επαγγελματικοί ρόλοι για τους νοσηλευτές όπως ο Advanced Nurse Practitioner (ANP) και ο Nursing Consultant, οι οποίοι μετά από σχετική πιστοποιημένη εκπαίδευση αναλαμβάνουν κλινική αυτονομία στη διάγνωση και διαχείριση ασθενών, συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για την οργάνωση της φροντίδας, καθοδηγούν ερευνητικές ή εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες και λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι μεταξύ κλινικής πράξης, διοίκησης και πολιτικής υγείας. Η ύπαρξη τέτοιων ρόλων, προσαρμοσμένο στα ελληνικά δεδομένα, μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στη μαζική αποχώρηση και στο μειωμένο ενδιαφέρον των νέων αλλά και να συμβάλλει στην βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας.
Όλα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν το ενδιαφέρον των νέων να σπουδάσουν επαγγέλματα υγείας μειώνεται. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα του PISA (OECD, 2025), το ενδιαφέρον των μαθητών για σπουδές και επαγγέλματα στον τομέα της υγείας παρουσιάζει μείωση στις περισσότερες χώρες, σε αντίθεση με τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ICT), όπου καταγράφεται αυξανόμενη τάση ενδιαφέροντος, αντανακλώντας τη μετατόπιση των νέων προς τομείς με υψηλότερη τεχνολογική δυναμική και καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές και συνθήκες εργασίας. Η συνάρτηση των χαμηλών αποδοχών, του χαμηλού κοινωνικού κύρους και των ιδιαίτερα απαιτητικών συνθηκών εργασίας οδηγεί πολλούς να επιλέγουν άλλους επαγγελματικούς δρόμους.
Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ελλείψεων, υπερφόρτωσης, εξουθένωσης και περαιτέρω απογοήτευσης του υπάρχοντος προσωπικού. Η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό είναι ζήτημα όχι μόνο λειτουργικό, αλλά ηθικό και στρατηγικό. Αν θέλουμε ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας που να αντέχει στις κρίσεις, να μαθαίνει και να εξελίσσεται, πρέπει πρώτα να φροντίσουμε εκείνους που φροντίζουν όλους εμάς.
*Η κ. Δάφνη Καϊτελίδου είναι Καθηγήτρια Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας, ΕΚΠΑ, Πρόεδρος ΟΔΙΠΥ.
*Το ΘΕΜΑ και οι ιστοσελίδες protothema.gr και ygeiamou.gr αναδεικνύουν την αξία της καινοτομίας στο σύγχρονο οικοσύστημα υγείας, μέσα από σειρά άρθρων που υπογράφουν ειδικοί
*Η MSD Ελλάδος υποστηρίζει την πρωτοβουλία. H φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμία ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.