Τα τελευταία –αρκετά– χρόνια, οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις και η μικροβιακή αντοχή έχουν εξελιχθεί σε «σιωπηλή επιδημία» για την Ελλάδα. «Επιδημία» γιατί η επίπτωση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων στη χώρα μας είναι σχεδόν διπλάσια από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Και «σιωπηλή» γιατί αποφεύγουμε να αναφερθούμε σε αυτήν ή, σε κάθε περίπτωση, μιλάμε ελάχιστα για ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν είναι μόνο δικές μας – παρ’ ότι η 5ετής εμπειρία μας από την εφαρμογή του Πανελλήνιου Προγράμματος για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και της Μικροβιακής Αντοχής GRIPP–SNF είναι υπερεπαρκής για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Πρόσφατα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), έπειτα από προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Ελλάδα για το συγκεκριμένο θέμα, δεν επιβεβαιώνουν απλώς αυτή τη θλιβερή πρωτιά, αλλά προειδοποιούν ότι η αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής και των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων θα πρέπει να κηρυχθούν ύψιστη εθνική προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα!
Η αφορμή για αυτόν τον «συναγερμό» κάθε άλλο παρά ασήμαντη είναι: Σύμφωνα με τα στοιχεία του ECDC, η Ελλάδα είναι εδώ και χρόνια η πρώτη χώρα στην Ε.Ε. στη μικροβιακή αντοχή και, ταυτόχρονα, η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, οι οποίες εξαιτίας της ανθεκτικότητας των μικροβίων είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστούν με τα υπάρχοντα αντιβιοτικά. Σύμφωνα με τη μελέτη σημειακού επιπολασμού 2022-2023 του ECDC, η επίπτωση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ελλάδα ήταν σχεδόν διπλάσια από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης – 12,2% στη χώρα μας, έναντι μέσου όρου 6,8% στην Ε.Ε. Τα παραπάνω οδηγούν σε αυξημένη θνητότητα των ασθενών στην Ελλάδα.
Ποιες είναι, όμως, οι αιτίες που όχι μόνο δημιούργησαν, αλλά και συντηρούν αυτή τη δυσάρεστη πραγματικότητα;
Οι διαπιστώσεις του ECDC δεν διαφέρουν από τα συμπεράσματα που έχουμε κατ’ επανάληψη παρουσιάσει, τόσο στο πλαίσιο του Προγράμματος GRIPP – SNF όσο και με βάση άλλες σχετικές μελέτες. Είναι σημαντικό, όμως, πως ένας διεθνής οργανισμός με τόσο μεγάλη εμπειρία και τεχνογνωσία επιβεβαιώνει αυτά τα συμπεράσματα, τα οποία προφανώς δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.
Οι οργανωτικές και λειτουργικές αδυναμίες των εποπτικών φορέων της δημόσιας υγείας, η απουσία ενός ισχυρού κανονιστικού πλαισίου, που θα ενθαρρύνει τη λογοδοσία και τη διαφάνεια στη δημόσια υγεία, οι αδυναμίες των εκπαιδευτικών συστημάτων που υποστηρίζουν τις υπηρεσίες υγείας (τα προγράμματα σπουδών των ιατρικών σχολών δεν παρέχουν εκπαίδευση στην πρόληψη λοιμώξεων, με αποτέλεσμα κενά γνώσης μεταξύ των ενεργών ιατρών), είναι μερικά –αλλά ταυτόχρονα βασικά– προβλήματα που δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση απειλών όπως οι λοιμώξεις που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη, η αντιμικροβιακή αντοχή και η ασφάλειας των ασθενών.
Είναι ενδεικτικό –και χαρακτηριστικό– ότι εάν ένα νοσοκομείο καταφέρει μειώνοντας τις λοιμώξεις να εξοικονομήσει χρήματα, το οικονομικό όφελος δεν επιστρέφει στο νοσοκομείο για να χρησιμοποιηθεί με άλλους τρόπους για την υποστήριξη της λειτουργίας του!
Αναμφίβολα, το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει εξέλθει από μια περίοδο ακραίας οικονομικής αστάθειας, επιτείνει προκλήσεις όπως:
- η ανεπάρκεια οικονομικών πόρων για το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης,
- η ανεπάρκεια νοσηλευτών και γιατρών,
- οι μη ανταγωνιστικές αμοιβές των επαγγελματιών υγείας, που σε πολλές περιπτώσεις συνέβαλαν στο «brain drain»,
- η έλλειψη πόρων για δραστηριότητες πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων,
- η έλλειψη εργαστηριακών υποδομών και εξοπλισμού για την υποστήριξη του κλινικού έργου, και ιδίως της ανίχνευσης της μικροβιακής αντοχής,
- το «ψηφιακό έλλειμμα», με πολύ περιορισμένη χρήση ηλεκτρονικών αρχείων υγείας, κ.ά.
Τα παραπάνω προβλήματα, σε συνδυασμό με τον τεράστιο φόρτο εργασίας, έχουν οδηγήσει σε φαινόμενα επαγγελματικής εξουθένωσης των επαγγελματιών υγείας – ιδιαίτερα των νοσηλευτών. Τα φαινόμενα αυτά ενισχύονται και από την έλλειψη σχετικής εμπειρίας και εξειδίκευσης σε επίπεδο διοίκησης κάποιων δομών δημόσιας υγείας, που καθιστά πιο δύσκολη την κατανόηση των επιπτώσεων των νοσοκομειακών λοιμώξεων στη λειτουργία αυτών των δομών.
Δεδομένου ότι οι μισθοί των ιατρών δεν καλύπτουν τις δραστηριότητες πρόληψης λοιμώξεων ή μικροβιακής αντοχής και ότι υπάρχει έλλειψη εκπαίδευσης στους επίμαχους τομείς, ο αριθμός των εκπαιδευμένων ιατρών με εμπειρία στον έλεγχο λοιμώξεων είναι περιορισμένος (0,00/250 κλίνες έναντι μέσου όρου Ε.Ε. 0,30). Αυτό επιδεινώνεται από τον ανεπαρκή αριθμό εκπαιδευμένων νοσηλευτών ελέγχου λοιμώξεων.
Με απλά λόγια: Οι περιορισμένοι πόροι –οικονομικοί και ανθρώπινοι– αλλά και η περιορισμένη οργάνωση για θεσμική και ατομική λογοδοσία και για διαφάνεια, δεν επιτρέπουν στο σύστημα δημόσιας υγείας να βελτιώσει τις επιδόσεις του στην ασφάλεια των ασθενών.
Όσο νοσηλευτές, τεχνικοί και προσωπικό υποστήριξης δεν έχουν ρόλο στον εντοπισμό πρακτικών που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των ασθενών και όσο δεν υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο που να διευκολύνει τη λογοδοσία και τη διαφάνεια των δεδομένων, τα εμπόδια για τις απαραίτητες αλλαγές στις πρακτικές που διευκολύνουν την καλή πρόληψη των λοιμώξεων και της μικροβιακής αντοχής, θα παραμένουν.
Πρόσφατα ευρήματα από τον Εθνικό Οργανισμό Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (Ο.ΔΙ.Π.Υ.) αποκαλύπτουν την έλλειψη θεσμικής δέσμευσης για την πρόληψη των λοιμώξεων, καθώς δείχνουν ότι από τα 40 δημόσια νοσοκομεία που επισκέφθηκε ο Οργανισμός, πολλά λειτουργούσαν με ανενεργές Επιτροπές Λοιμώξεων, δεν είχαν διατυπωμένους στόχους (παρά μόνο «επιθυμίες»), δεν είχαν συμμόρφωση με συγκεκριμένες διαδικασίες και πολιτικές, ούτε τυποποίηση πρακτικών.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι το πρόβλημα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και της μικροβιακής αντοχής είναι πολυεπίπεδο και, ως εκ τούτου, απαιτεί και πολυεπίπεδη λύση – δηλαδή, μια επείγουσα, εθνικά συντονισμένη προσπάθεια, που θα κινητοποιεί όλους τους εμπλεκόμενους με ισχυρή πολιτική δέσμευση, συντονισμό και συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο.
Αυτή η προσέγγιση, που πρέπει να υποστηρίζεται από την ταχεία εφαρμογή μέτρων ελέγχου και χρηματοδότησης αντίστοιχης με το επίπεδο της τρέχουσας κρίσης δημόσιας υγείας που προκαλείται από την AMR στα νοσοκομεία, θα μπορούσε να ανακόψει τη μετάδοση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και τις σημαντικές αρνητικές συνέπειές τους για τους ασθενείς και το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα.
Η γνώση για να το πετύχουμε αυτό, υπάρχει! Το παράδειγμα του Προγράμματος GRIPP – SNF, που υλοποιείται από το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO, σε συνεργασία με τον ΕΟΔΥ και τον Ο.ΔΙ.ΠΥ, έχει δείξει τον δρόμο, αφού στα 10 δημόσια νοσοκομεία όπου εφαρμόζεται, το Πρόγραμμα παρείχε κατευθυντήριες οδηγίες που οδήγησαν, μεταξύ άλλων, σε αύξηση από 20% έως και 50% των ποσοστών συμμόρφωσης με την υγιεινή των χεριών, καθώς και σε εντυπωσιακή μείωση κατά 50%-80% των μικροβιαιμιών. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει και η πολιτική βούληση. Άρα αυτό που μένει είναι η συνεργασία.
Σπάζοντας τη σιωπή, μπορούμε να «σπάσουμε» και την επιδημία. Είναι στο χέρι μας πια…
Διαβάστε επίσης
Τα ανθεκτικά μικρόβια εξαπλώνονται, τα αντιβιοτικά «λιγοστεύουν» – Ο ΠΟΥ προειδοποιεί
Αντιβιοτικά: Λανθασμένες 4 στις 10 συνταγές – SOS εκπέμπουν τα νέα στοιχεία
Αντιβιοτικά: 1 στους 4 ‘Ελληνες επιμένει να τα παίρνει χωρίς συνταγή γιατρού