Σήμερα, οι εφαρμογές στα κινητά μας καλύπτουν κάθε πιθανή ανάγκη: από κοινωνική δικτύωση και παρακολούθηση θερμίδων ή βημάτων, μέχρι συνταγές μαγειρικής και δεκάδες άλλες χρήσεις. Η γκάμα μοιάζει ατελείωτη.

Δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι εφαρμογές ψυχικής υγείας. Εργαλεία που υπόσχονται να βρίσκονται πάντα δίπλα μας – 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα – βοηθώντας να διαχειριστούμε το άγχος, τη διάθεση, ακόμη και την αναπνοή μας.

Ωστόσο, αρχίζει να αναδύεται ένα ερώτημα: μήπως κάποιες από αυτές τις εφαρμογές καταλήγουν να κάνουν το αντίθετο από αυτό που υπόσχονται; Μήπως, αντί να μειώνουν το άγχος, εγκλωβίζουν τον χρήστη σε έναν φαύλο κύκλο, όπου οι συνεχείς ειδοποιήσεις καλλιεργούν πίεση, ανησυχία και μια μορφή «τοξικής θετικότητας»;

Έρευνα έδειξε ότι τέτοιου είδους ειδοποιήσεις μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση του άγχους, του στρες και της κατάθλιψης. Παράλληλα, μετα-ανάλυση αναγνώρισε ότι οι εφαρμογές αυτές μπορούν πράγματι να βελτιώσουν κλινικά αποτελέσματα, αλλά η υπερβολική χρήση τους συχνά οδηγεί σε απογοήτευση και κόπωση.

Ο ρόλος του σχεδιασμού

Όπως εξηγεί ο Mikael Klintman, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λουντ, σε άρθρο του στο The Conversation, οι εφαρμογές ψυχικής υγείας δανείζονται στρατηγικές από τα social media, με στόχο να διατηρήσουν τον χρήστη «δεμένο». Στο νέο του βιβλίο «Framing: The Social Art of Influence», παρουσιάζει τη διάκριση ανάμεσα σε «τραχιά» και «ομαλή» πλαισίωση: η πρώτη στηρίζεται στη γλώσσα της απειλής, της επιτήρησης και της αίσθησης κατεπείγοντος, σε αντίθεση με μια απλή, διακριτική υπενθύμιση.

Πολλές εφαρμογές καταφεύγουν σε αυτή την πιο «επιθετική» στρατηγική, αξιοποιώντας την ανθρώπινη «υπερεπαγρύπνηση» – ένα εξελικτικό υπόλειμμα που μας έκανε να αντιδρούμε έντονα σε κάθε πιθανή απειλή για να επιβιώσουμε. Έτσι, όταν μια εφαρμογή προειδοποιεί ότι «το στρες σας ανεβαίνει», ο εγκέφαλος αντιδρά σαν να πρόκειται για πραγματικό κίνδυνο, παρόλο που η απειλή είναι εικονική.

Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι η συχνότητα των ειδοποιήσεων. Στην αρχή, ενισχύουν τη δέσμευση. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, η επανάληψη οδηγεί σε εκνευρισμό και, τελικά, αδιαφορία.

Παράλληλα, οι εφαρμογές τείνουν να χρησιμοποιούν τη λεγόμενη «ζεστή» γλώσσα -φορτισμένη, πιεστική, επείγουσα -αντί για μια πιο «ψυχρή», ήπια και στοχαστική. Το αποτέλεσμα είναι ότι πίσω από τον φιλικό τόνο κρύβεται ένας αλγόριθμος που επιδιώκει διαρκή αφοσίωση του χρήστη.

Προς μια πιο υγιή χρήση

Η ψυχική ανάρρωση, αντίθετα, απαιτεί συχνά αποστασιοποίηση και ηρεμία, όχι συνεχή παρακολούθηση και υπενθύμιση. Η λύση, σύμφωνα με τον Klintman, δεν είναι να απορρίψουμε την τεχνολογία, αλλά να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο λειτουργίας αυτών των εφαρμογών. Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι:

  • Ο περιορισμός των ειδοποιήσεων σε έως 3 ημερησίως μειώνει το στρες και ενισχύει την ευεξία.
  • Η επιλογή συμμετοχής (opt-in) αντί της αυτόματης παρακολούθησης περιορίζει το αίσθημα επιτήρησης.
  • Η ενσωμάτωση «σκόπιμων εμποδίων» αποτρέπει την εμμονική χρήση.
  • Η ήπια γλώσσα («Όταν νιώσεις έτοιμος/η, δοκίμασε μια άσκηση αναπνοής») είναι πιο αποτελεσματική από τα επιτακτικά μηνύματα («Επείγον! Διαχειρίσου το άγχος τώρα!»).

Συμπέρασμα 

Την επόμενη φορά που μια εφαρμογή ψυχικής υγείας στείλει μια αγχωτική ειδοποίηση, αξίζει να αναρωτηθείτε: σας εξυπηρετεί πραγματικά ή απλώς κρατά ψηλά τους δείκτες αφοσίωσης της ίδιας της εφαρμογής; Ίσως η πιο ουσιαστική μορφή ψηφιακής αυτοφροντίδας να είναι η πιο απλή: η απενεργοποίηση των ειδοποιήσεων.

Διαβάστε επίσης

Αυξάνονται οι «ψηφιακοί φίλοι» των εφήβων – Πώς να προφυλάξουμε τα παιδιά

Με ψυχικές διαταραχές 1 στους 4 εφήβους στην Ελλάδα – Ο ΠΟΥ προειδοποιεί

Τρία απλά βήματα που μας φέρνουν πιο κοντά στην ευτυχία