Η Ελλάδα διακρίνεται διεθνώς στην επιστημονική έρευνα, όμως η πραγματικότητα για τους ερευνητές παραμένει δύσκολη. Μικρή εθνική χρηματοδότηση, μεγάλη γραφειοκρατία και περιορισμένες ευκαιρίες καριέρας ωθούν πολλούς νέους επιστήμονες στο εξωτερικό, τροφοδοτώντας το κύμα «φυγής μυαλών» (brain drain). Παράλληλα, τα ερευνητικά κέντρα της χώρας πετυχαίνουν υψηλές απορροφήσεις ευρωπαϊκών κονδυλίων, δείχνοντας ότι υπάρχει δυναμικό.
Η ύπαρξη μιας σταθερής εθνικής πολιτικής για την έρευνα, με ενίσχυση θεσμών όπως το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), δημιουργία νέων θέσεων και αξιοκρατική στήριξη, αναδεικνύεται σε μείζον ζητούμενο. Εκατοντάδες ερευνητές έχουν αποστείλει ανοικτές επιστολές προς την κυβέρνηση, ζητώντας βελτιώσεις σε αυτό το ζωτικό πεδίο για την επιστήμη και την οικονομία. Κοινή θέση αποτελεί η λειτουργία ενός Ενιαίου Φορέα Έρευνας που θα εξασφαλίζει συνέχεια, αξιοκρατία και διαφάνεια και θα χρηματοδοτείται με μέρος των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού.
Τρεις ερευνητές ελληνικών ιδρυμάτων μιλούν στο ygeiamou.gr για τις προκλήσεις της έρευνας σήμερα στη χώρα μας και θέτουν επί τάπητος τα εμπόδια αλλά και τις λύσεις.
Μαρία Κωνσταντοπούλου, Διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Βιοεπιστημών και Εφαρμογών, ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών
Η ελληνική ερευνητική κοινότητα και η θέση της Ελλάδας σε ερευνητικές χρηματοδοτήσεις
Στις Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες οι γυναίκες φτάνουν το 60%, ενώ στις Επιστήμες Μηχανικού & Πληροφορικής μόλις 34%. Ο κορμός του ερευνητικού συστήματος, τα Ερευνητικά Κέντρα της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ), αριθμούν περίπου 700 ερευνητές και εδρεύουν κυρίως σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Κρήτη και Πάτρα. Η ερευνητική χρηματοδότηση βασίζεται κυρίως σε ανταγωνιστικά έργα της ΕΕ. Στο Horizon Europe η Ελλάδα είναι 7η στην ΕΕ, ενώ η εθνική χρηματοδότηση παραμένει πολύ χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα Κέντρα της ΓΓΕΚ έχουν την πρώτη θέση στη χώρα σε συμμετοχή και απορρόφηση ευρωπαϊκών έργων.
Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών έχει προτείνει: i) τη χάραξη και χρηματοδότηση Εθνικής Ερευνητικής Πολιτικής, ii) την εγκαθίδρυση Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, Έρευνας & Τεχνολογίας και την εποπτεία της Έρευνας & Τεχνολογίας στον «φυσικό» τους χώρο, το Υπουργείο Παιδείας, ή σε ένα νέο Υπουργείο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, iii) την άρση του κατακερματισμού του δημόσιου ερευνητικού ιστού και των δημόσιων πόρων, iv) τη θεσμική ενίσχυση και χρηματοδότηση του ΕΛΙΔΕΚ, v) την εξαίρεση της Έρευνας από το δημόσιο λογιστικό και την εγκαθίδρυση ευέλικτου πλαισίου κονδυλίων έρευνας χωρίς γραφειοκρατία, vi) την προκήρυξη νέων θέσεων ερευνητών/τριών και vii) τη χρηματοδότηση μεγάλων εθνικών ερευνητικών υποδομών.
Ο ρόλος του ΕΛΙΔΕΚ
Η ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) ως φορέα χρηματοδότησης βασικής έρευνας χωρίς θεματικούς ή γεωγραφικούς αποκλεισμούς δημιούργησε θετικές προοπτικές. Η αποτίμηση του ρόλου του παραμένει θετική, αν και αντιμετώπισε προβλήματα γραφειοκρατίας, καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις και ασυνεχούς χρηματοδότησης. Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών υποστηρίζει τη μετεξέλιξή του σε Εθνικό Ίδρυμα Χρηματοδότησης της Έρευνας και Καινοτομίας, στο πλαίσιο νέας διακυβέρνησης όπου θα συνυπάρχουν το ΕΣΕΤΕΚ ως γνωμοδοτικό όργανο του Πρωθυπουργού για την Εθνική Ερευνητική Πολιτική και ένα νέο Υπουργείο Ανώτατης Εκπαίδευσης & Έρευνας.
Χρήστος Δελιδάκης, Καθηγητής Τμήματος Βιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης και συνεργαζόμενος ερευνητής Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας, ITE
Tα εμπόδια και η ανάγκη για έναν ενιαίο Οργανισμό Έρευνας
Το κύριο θεσμικό εμπόδιο είναι η έλλειψη συνέπειας στην στήριξη της έρευνας και η άρνηση της αναγνώρισης της έρευνας ως απαραίτητης συνιστώσας στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Το μεγαλύτερο πρακτικό εμπόδιο είναι η γραφειοκρατία που καθυστερεί την κίνηση των ελάχιστων χρημάτων που διατίθενται. Οι ερευνητικές δραστηριότητες πρέπει να αποσυνδεθούν από τις διαδικασίες του Δημόσιου Λογιστικού. Ένας Ενιαίος Οργανισμός Έρευνας, ακόμα και αν έχει μικρό προϋπολογισμό, θα παρέχει συνεπείς χρηματοδοτήσεις , δηλαδή τουλάχιστον μια προκήρυξη ανά έτος. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η στελέχωσή του από επιστήμονες και η επιλογή των προτάσεων προς χρηματοδότηση με βάση την επιστημονική αριστεία και μόνο.
Από το 1992 που επέστρεψα στην Ελλάδα, η περίοδος 1992–2009 ήταν η καλύτερη για την έρευνα. Αν και οι εθνικές χρηματοδοτήσεις έρευνας ήταν ανοργάνωτες και σποραδικές, υπήρχαν αρκετά κονδύλια προς τα ερευνητικά ιδρύματα που δίνονταν στους ερευνητές και έτσι μας επέτρεπαν να διατηρούμε καλό επίπεδο ακόμη και όταν δεν υπήρχαν εθνικές χρηματοδοτήσεις. Καθοριστικός ήταν και ο παράγοντας του ανθρωπίνου δυναμικού, αφού πολλοί άριστοι πτυχιούχοι έμεναν για διδακτορικό στην Ελλάδα. Μετά το 2010, όμως, το brain drain εκτοξεύτηκε.
Θα ήθελα να ακούω από νέους επιστήμονες ότι επιθυμούν να παραμείνουν στην Ελλάδα ως ερευνητές. Θα ενεθάρρυνα όποιον σκέφτεται να μείνει, γιατί χρειαζόμαστε δραστήριους και ποιοτικούς νέους επιστήμονες. Φυσικά, θα επεσήμαινα ότι οι συνθήκες στην έρευνα σήμερα είναι ιδιαίτερα αντίξοες και ότι αυτό αυξάνει τον ανταγωνισμό για τις λιγοστές θέσεις στον ακαδημαϊκό/ ερευνητικό χώρο. Θα προσπαθούσα να κρατήσω αισιόδοξη στάση ότι τα θεσμικά και πρακτικά προβλήματα θα επιλυθούν στο όχι πολύ μακρινό μέλλον.
Χρήστος Ουζούνης, Καθηγητής Τμήματος Πληροφορικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης & Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης
Η επιστροφή στην Ελλάδα και ο απολογισμός
Η κρίση, η οποία ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας 2000 στις ΗΠΑ και μετακινήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και μετά στην Ευρωζώνη ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Αποφάσισα τότε να επιστρέψω για να υποστηρίξω τη χώρα μου. Κρίνοντας εκ των υστέρων, αυτή η επιστροφή μάλλον δεν ανταπέδωσε. Πίστεψα ότι τα πράγματα θα βελτιώνονταν στην πορεία, αλλά αυτό δεν συνέβη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην επιστημονική έρευνα.
Ως πρώην διευθυντής του ΕΚΕΤΑ, θεωρώ ότι είναι δύσκολη η προσέλκυση νέων επιστημόνων για να δημιουργήσουν τη δική τους ομάδα στα ερευνητικά κέντρα ή στα Πανεπιστήμια. Είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να προσελκύσουμε νέους, ταλαντούχους και ικανούς επιστήμονες διότι δεν υπάρχει πραγματική οδός εξέλιξης της καριέρας τους (career track) στην Ελλάδα. Επίσης, λείπουν οι ανάλογες χρηματοδοτήσεις που υπάρχουν σε άλλες χώρες της ΕΕ, οι μακροπρόθεσμες στρατηγικές και η αξιοκρατία. Μερικοί από τους καλυτέρους που έχουν δουλέψει μαζί μου έχουν ήδη αναχωρήσει στο εξωτερικό για μια καλύτερη ερευνητική καριέρα.
Η Βιοπληροφορική και η θέση της Ελλάδας
H Βιοπληροφορική είναι πεδίο σύγκλισης επιστημών και τεχνολογιών, όπου ο αναπτυγμένος κόσμος έχει επενδύσει με εξαιρετικά αποτελέσματα. Όπως δείξαμε σε μελέτες μας (Anastasia Chasapi et al., The bioinformatics wealth of nations, Bioinformatics, May 2020 και Anastaslia Chasapi et al., Establishment of computational biology in Greece and Cyprus: Past, present, and future. PLoS Computational Biology 2019), η Ελλάδα έχει δυναμική και αξιοπρεπή διεθνή παρουσία, συγκρίσιμη με την Πορτογαλία ή τη Ν. Αφρική, αλλά κατώτερη από το Ισραήλ ή το Βέλγιο. Ένας εθνικός φορέας θα μπορούσε να ενισχύσει τον τομέα με στοχευμένες και αξιοκρατικές χρηματοδοτήσεις· φοβάμαι όμως ότι αυτό δύσκολα θα συμβεί.
Διαβάστε επίσης
Το παρόν και το μέλλον της Βιοτεχνολογίας στην Ελλάδα
Κλινικές μελέτες: Το διπλό όφελος για τους ασθενείς
Έρευνες ξεκινούν 4 Έλληνες επιστήμονες για νόσο Αλτσχάιμερ και παράλυση – 3 υποσχόμενα φάρμακα