Το δημογραφικό ζήτημα στη χώρα μας είναι πολυπαραγοντικό και δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε μία αιτία, τόνισε ο κ. Βύρων Κοτζαμάνης, Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, καθηγητής Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Η οικονομική κρίση δεν αποτέλεσε τον μοναδικό ή καθοριστικό παράγοντα, ωστόσο λειτούργησε ως επιταχυντής υπαρχουσών τάσεων. Ήδη από τις γενιές μετά το 1980, παρατηρείται σταδιακή μείωση του αριθμού των παιδιών ανά οικογένεια. Η κρίση συνέβαλε περαιτέρω, ιδιαίτερα αυξάνοντας την ηλικία τεκνοποίησης.

Οι ρίζες του δημογραφικού προβλήματος

«Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Στην Ελλάδα, λείπει ένα σταθερό και ευνοϊκό περιβάλλον για τη στήριξη της οικογένειας και των παιδιών. Δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές, ώστε η απόκτηση παιδιών να υποστηριχθεί ουσιαστικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μην φτάνουν στον αριθμό παιδιών που επιθυμούν πραγματικά. Σε άλλες χώρες, ο αριθμός παιδιών που αποκτώνται προσεγγίζει περισσότερο τις αρχικές επιθυμίες των γονέων. Στην Ελλάδα, η διαφορά είναι εντυπωσιακή: αντί για 3-4 παιδιά, οι οικογένειες κάνουν συνήθως 1-2. Αυτή η απόκλιση έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημογραφική πυραμίδα. Ταυτόχρονα, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής οδηγεί σε μια ανατροπή της ηλικιακής κατανομής του πληθυσμού. Ενδεικτικά, ο πληθυσμός άνω των 85 ετών έχει πολλαπλασιαστεί 14 φορές» εξήγησε χαρακτηριστικά.

Απέναντι σε αυτήν την πρόκληση, ο ρόλος της επιστήμης είναι να τεκμηριώσει τις αιτίες, να αναλύσει τις τάσεις και να προτείνει ρεαλιστικές πολιτικές. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να υλοποιήσουν στοχευμένες παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν την οικογένεια, με πολιτικές στήριξης της γονεϊκότητας και προσβάσιμης φροντίδας παιδιών και στέγασης.

Προκλήσεις και πολιτικές προσαρμογής

Όσον αφορά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας, το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες, ενώ «αναμένεται να ενταθεί τις επόμενες δεκαετίες». Η γήρανση του πληθυσμού είναι μια μη αναστρέψιμη δυναμική: προβλέπεται ότι μέσα στα επόμενα 25 χρόνια, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω θα αυξηθεί σημαντικά. Μεγάλο μέρος αυτού του πληθυσμού ενδέχεται να βρεθεί χωρίς οικογενειακή υποστήριξη και κοινωνική δικτύωση, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη για συστηματικό σχεδιασμό πολιτικών πρόνοιας, υγείας και κοινωνικής συνοχής.

Η Πολιτεία έχει ήδη αναπτύξει ένα ευρύ πλέγμα μέτρων για την υποστήριξη της οικογένειας και την ενίσχυση της γεννητικότητας -όπως τα προγράμματα στέγασης (π.χ. «Σπίτι μου» 1 και 2), τα επιδόματα γέννησης και παιδιού, και άλλες στοχευμένες δράσεις. «Ωστόσο, τα μέτρα αυτά έχουν κυρίως μακροπρόθεσμη απόδοση και η αποτελεσματικότητά τους θα πρέπει να αξιολογείται με συγκεκριμένους δείκτες αποδοτικότητας και κοινωνικής επίπτωσης, ώστε να προσαρμόζονται κατάλληλα στις ανάγκες της κοινωνίας» ανέφερε ο κ. Κοτζαμάνης.

«Είναι κρίσιμης σημασίας να προχωρήσουμε άμεσα σε έναν στρατηγικό προγραμματισμό για τις προκλήσεις της γήρανσης. Πέρα από τη διασφάλιση της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων, απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πρόληψης και προαγωγής υγείας που θα ξεκινά από τη βρεφική ηλικία και θα επεκτείνεται δια βίου. Η υγεία δεν χτίζεται μετά τα 65 – χτίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Γι’ αυτό απαιτούνται προοδευτικές, ολιστικές πολιτικές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα» συμπλήρωσε.

Παράλληλα, απαιτείται ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας: είναι αναγκαίο να αυξηθεί δραστικά το ποσοστό των ατόμων σε παραγωγική ηλικία που συμμετέχουν στην αγορά εργασίας. Από 66 άτομα σήμερα ανά 100 κατοίκους, πρέπει να επιδιωχθεί η αύξηση στα 80. Η αύξηση του παραγόμενου πλούτου πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο στην ποσότητα του εργατικού δυναμικού αλλά κυρίως στην ποιοτική του αναβάθμιση και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Η μετάβαση σε ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα και κοινωνικό κράτος απαιτεί συντονισμένες μεταρρυθμίσεις και σε άλλους τομείς, ώστε να διασφαλίσουμε ότι οι επόμενες γενιές θα έχουν καλύτερες συνθήκες, όχι χειρότερες. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου με foresight -στον τομέα της υγείας -το 2050. Ένα τέτοιο στρατηγικό εργαλείο μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη δυνατή βάση για τη χάραξη βιώσιμων και προοδευτικών δημόσιων πολιτικών, ικανών να απαντήσουν αποτελεσματικά στις σύνθετες προκλήσεις του δημογραφικού μετασχηματισμού.

Δείτε το βίντεο του δεύτερου πάνελ με θέμα «Δημογραφικό ζήτημα: Ο ρόλος της επιστήμης, των κυβερνήσεων, των πολιτών»

Διαβάστε επίσης

Θεανώ Καρποδίνη: Η πρόληψη ως πυλώνας υγείας – Ξεκινά η κατ’ οίκον διανομή των ακριβών φαρμάκων

Βασίλειος Κελλάρης: 300.000 άνθρωποι στην Ελλάδα δυσκολεύονται να αποκτήσουν παιδί

Μιλτιάδης Νεκτάριος: Το σύστημα υγείας μπορεί να βελτιωθεί χωρίς ένα ευρώ από τον κρατικό προυπολογισμό