Αισιόδοξος εμφανίστηκε ο Ολύμπιος Παπαδημητρίου, Πρόεδρος Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), Γενικός Διευθυντής Novo Nordisk Ελλάς, στην εναρκτήρια τοποθέτησή του στο πάνελ με τίτλο «Αναδεικνύοντας τον αναπτυξιακό ρόλο του φαρμάκου στην Οικονομία», στο 6ο Συνέδριο Υγείας του ygeiamou.gr, παρατηρώντας ότι «η ελληνική οικονομία, τουλάχιστον όπως δείχνει έως τώρα, βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Υπάρχει μείωση των ποσοστών ανεργίας και αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης. Η Ελλάδα κατέχει μια όλο και πιο ανοδική θέση στην ΕΕ σε ό,τι αφορά στις επιδόσεις στην οικονομία. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί λόγο προσέλκυσης επενδύσεων».
Ο ίδιος επεσήμανε, ωστόσο, ότι «στον χώρο του φαρμάκου υπάρχει ετερογένεια, γι’ αυτό και πρέπει να δούμε τα πράγματα με φίλτρα. Υπάρχει υποχρηματοδότηση, η οποία δημιουργεί ένα δυσμενές περιβάλλον. Τα στοιχεία των τριών τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι η συνεισφορά της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας είναι μεγαλύτερη από αυτή του κράτους, ωστόσο η ελληνική βιομηχανία δεν είναι σε θέση, προς το παρόν, να καλύψει ελλείψεις φαρμάκων που καλύπτονται από το εξωτερικό. Η βελτίωση της κρατικής χρηματοδότησης θα ήταν ένας σημαντικός πυλώνας. Ταυτόχρονα, προσπαθούμε να επενδύσουμε στην παραγωγή, αξιοποιώντας και τα κίνητρα της Πολιτείας και να μετατρέψουμε την Ελλάδα μια εξαγωγική δύναμη».
Στη συνέχεια, ο ίδιος υπενθύμισε ότι «υπάρχουν φάρμακα σημαντικά για την επιβίωση των ασθενών, τα οποία έρχονται αποκλειστικά από το εξωτερικό», ενώ παραδέχθηκε ότι «με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, 1 στα 5 καινοτόμα φάρμακα που αδειοδοτήθηκαν το 2020-2023 δεν έχουν έρθει στη χώρα μας. Παρατηρούμε μια καθυστέρηση, η οποία οφείλεται, όπως είπαμε, στις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας και την καθιστούν λιγότερο ελκυστική. Αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι η χώρα να επενδύσει σε περισσότερες κλινικές μελέτες».
Αναφερόμενος στη συζήτηση για την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για το φάρμακο, ο κ. Παπαδημητρίου σχολίασε ότι «εδώ και 3 χρόνια, συζητείται το ενδεχόμενο να συμπιεστεί ο χρόνος κλινικής έρευνας ενός φαρμάκου, προκειμένου να φτάσει πιο άμεσα στον ασθενή. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό θα αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Γι’ αυτό, είναι πολύ σημαντικό η αναθεώρηση να διατηρήσει ένα πλαίσιο, που να διασφαλίσει ότι οι επενδύσεις θα παραμείνουν στην Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι, πανευρωπαϊκά, επενδύονται ετησίως περίπου 37 δις στις κλινικές μελέτες και η χώρα μας απορροφά ένα πολύ μικρό ποσοστό, περίπου 100 εκατ. ευρώ. Φοβάμαι ότι εάν συμπιεστεί ο χρόνος των κλινικών μελετών, η Ελλάδα θα απορροφά ακόμα λιγότερα. Αρκεί να σας πω ότι το 45% του προσωπικού μας απασχολείται σε κλινικές μελέτες, χωρίς τις οποίες δεν θα υπήρχε. Απ’ όλα αυτά, έχουμε πάρει πίσω περίπου 1 εκατ. ευρώ. Δεν είναι σημαντικό κίνητρο, συνεχίζουμε όμως τις κλινικές μελέτες, διότι, χωρίς αυτές, η εταιρεία δεν θα υπήρχε».