Η γέννηση ενός μωρού φέρνει τόσα διαφορετικά συναισθήματα στις νέες μαμάδες. Για κάποιες είναι έρωτας με την πρώτη ματιά, για άλλες είναι μία έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη, για κάποιες είναι κάτι παράξενο που δεν ξέρουν ακόμα πώς να το τοποθετήσουν και πώς να αντιδράσουν σε αυτό, για άλλες είναι η αίσθηση «τι είναι αυτό που μου συνέβη;» και «ποιος είναι αυτός ο άγνωστος μικρός άνθρωπος που αντικρίζω για πρώτη φορά;».

Εσάς τι σας φέρνει στο νου η φωτογραφία ενός μωρού; Για την κάθε γυναίκα η απάντηση μπορεί να είναι διαφορετική. Άλλες γυναίκες από πολύ νωρίς ξέρουν ότι θέλουν να κάνουν παιδιά, άλλες ξέρουν ότι δε θέλουν, ενώ άλλες πάλι δεν το έχουν σκεφτεί.

Στην κοινωνία μας επικρατεί η αντίληψη ότι αν μία γυναίκα φέρει στον κόσμο ένα μωράκι, αυτόματα θα λειτουργήσει και το μητρικό της ένστικτο- δηλαδή ότι θα ξέρει ακριβώς τι χρειάζεται το μωρό, θα μπορεί να του το προσφέρει με αυτοθυσία και ότι θα θέλει να το φροντίζει αδιάλειπτα. Οποιαδήποτε άλλη άποψη θεωρείται η εξαίρεση στον κανόνα. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Τα θηλυκά άτομα στα θηλαστικά έχουν μητρικές συμπεριφορές ή «ένστικτο», αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κάθε γυναίκα που φέρνει ένα μωρό στον κόσμο είναι έτοιμη να το φροντίσει συναισθηματικά και πρακτικά.

Τι λένε οι έρευνες

Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι το πρώτο συναισθηματικό δέσιμο μαμάς και βρέφους ξεκινάει από πολύ νωρίς στην εγκυμοσύνη, όταν η μανούλα νιώσει τις πρώτες κινήσεις του εμβρύου μέσα της.

Επίσης υπάρχει μία σειρά από καλά τεκμηριωμένες έρευνες που δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια του θηλασμού, όταν εκκρίνεται η ωκυτοκίνη, η ορμόνη της αγάπης και του συναισθηματικού δεσίματος, η μαμά και το βρέφος δημιουργούν τη συναισθηματική τους πρόσδεση. Ωστόσο, καμία από αυτές τις έρευνες δεν «αποδεικνύει» ότι υπάρχει κάποιο μητρικό ένστικτο.

Ακόμα, γνωρίζουμε ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός γυναικών που δυσκολεύεται να νιώσει συναισθηματικό δέσιμο με το μωρό αμέσως μετά τη γέννηση, ενώ γυναίκες που έχουν επιλόχειο κατάθλιψη ή το επονομαζόμενο “baby blues” (μια ελαφρότερη μορφή κατάθλιψης) επίσης δε νιώθουν άμεσα την αναμενόμενη συναισθηματική σύνδεση με το μωρό τους.

Τέλος, υπάρχουν ένα σωρό άλλες καταστάσεις που καθυστερούν τη συναισθηματική σύνδεση μητέρας-μωρού: προβλήματα κατά τη διάρκεια του τοκετού, το ότι η μητέρα δεν είχε το είδος της γέννας που επιθυμούσε, προβλήματα υγείας της μητέρας ή του βρέφους, προβλήματα στη σχέση με τον πατέρα του παιδιού ή το οικογενειακό περιβάλλον της μητέρας, ψυχιατρικές ή ψυχολογικές διαταραχές της μητέρας, τραυματικές εμπειρίες της νέας μαμάς και κακή σχέση με τη δική της μητέρα και, βέβαια, η κούραση και οι πρακτικές δυσκολίες που προκύπτουν σχετικά με τη φροντίδα ενός νεογέννητου. Όλα αυτά λοιπόν μπορεί να δημιουργήσουν ένα «παγωμένο» συναίσθημα και την αίσθηση της έλλειψης συναισθηματικής σύνδεσης. Και όμως, αυτά τα συναισθήματα απομάκρυνσης, ψυχρότητας ή αποσύνδεσης είναι στην πραγματικότητα φυσιολογικά! Ο δεσμός ανάμεσα στην μητέρα και το νεογέννητο είναι κάτι που χρειάζεται χρόνο αλλά και συγκεκριμένες πρακτικές (θηλασμός, αίσθηση αφής, δηλαδή να ακουμπάει το δέρμα του μωρού στο δέρμα της μαμάς, κλπ.) για να δημιουργηθεί ο συναισθηματικός δεσμός μεταξύ τους.

Ο δεσμός ανάμεσα στην μητέρα και το νεογέννητο είναι κάτι που χρειάζεται χρόνο αλλά και συγκεκριμένες πρακτικές (θηλασμός, αίσθηση αφής, δηλαδή να ακουμπάει το δέρμα του μωρού στο δέρμα της μαμάς, κλπ.) για να δημιουργηθεί ο συναισθηματικός δεσμός μεταξύ τους.
Επειδή όμως υπάρχει πίεση από το συγγενικό περιβάλλον και γενικότερα την κοινωνία, μία γυναίκα που δεν αισθάνεται αμέσως το συναισθηματικό δέσιμο με το παιδί της νιώθει ενοχές και ντροπή. Το μητρικό ένστικτο, όπως το θεωρούμε στην κοινωνία μας, ΔΕΝ υπάρχει, με την έννοια ότι δεν πρόκειται για έναν διακόπτη που «ανάβει/σβήνει». Το μητρικό νοιάξιμο, δέσιμο με το μωρό και η φροντίδα του είναι μία διαδικασία, κάτι που χρειάζεται χρόνο και δε συμβαίνει αυτόματα, με τη γέννηση του μωρού, λένε οι επιστημονικές εξηγήσεις.

Μη βασιστείτε στο ένστικτό σας

Μητρικές ορμόνες δεν έχουν μόνο οι μαμάδες! Οι επιστημονικές έρευνες μας προειδοποιούν να μη δίνουμε τόση σημασία στις μητρικές ορμόνες ως απόδειξη ύπαρξης του μητρικού ενστίκτου.

Όσο και αν ακούγεται ωραία ιδέα το «βασίσου στο ένστικτό σου», στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε ρεαλιστική, ούτε βοηθητική στα πρακτικά ζητήματα που ζορίζουν μία νέα μαμά. Είναι απολύτως φυσιολογικό για μια νέα μανούλα να νιώθει ότι «πνίγεται» από όλα όσα έχει να αντιμετωπίσει σχετικά με τη φροντίδα του νεογέννητου. Είναι φυσιολογικό να νιώθει κουρασμένη, εξουθενωμένη, ακόμα και απελπισμένη! Αλλά αν αυτή η μαμά θεωρήσει ότι βασιζόμενη στο μητρικό της ένστικτο θα τα καταφέρει όλα, στην ουσία σαμποτάρει τον ίδιο της τον εαυτό γιατί δεν ζητάει τη βοήθεια που χρειάζεται.

Στα πρακτικά ζητήματα και δυσκολίες, σχετικά με τον θηλασμό, την αλλαγή πάνας, το μπάνιο, τη μετάβαση σε στερεά τροφή, τα δοντάκια που βγαίνουν, κλπ., το μητρικό ένστικτο από μόνο του δε βοηθάει. Χρειάζεται συγκεκριμένη γνώση και πρακτικοί τρόποι για να ανταποκριθεί η μαμά σε αυτές τις ανάγκες του μωρού της. Αλλά σε αυτές τις ανάγκες μπορούν επίσης να ανταποκριθούν και ο μπαμπάς ή οι θετοί γονείς ή η γιαγιά, ενώ παράλληλα και σε αυτά τα άτομα αυξάνονται τα επίπεδα της ωκυτοκίνης, της ορμόνης της αγάπης και του συναισθηματικού δεσίματος. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι τόσο οι μαμάδες που γεννάνε οι ίδιες όσο και οι μαμάδες που υιοθετούν παιδιά πρέπει να θεωρούνται «βιολογικές μαμάδες» επειδή συντελούνται παρόμοιες νευροενδοκρινολογικές αλλαγές, ακόμα και αν δεν υπάρχει τοκετός ή θηλασμός. Δε χρειάζεται να κυοφορήσει και να γεννήσει το μωρό της μία γυναίκα για να το φροντίσει και να δεθεί μαζί του συναισθηματικά. Το σημαντικότερο είναι να έχει το κίνητρο, την επιθυμία να συνδεθεί με το μωρό της και να το φροντίσει.

Αυτό που συχνά ονομάζουμε «μητρικό ένστικτο» δεν είναι τίποτε άλλο από την ικανότητα του γονιού, μητέρας ή πατέρα, να έχει καλύτερη ικανότητα παρατήρησης του παιδιού, να καταλαβαίνει τη διάθεση και τις ανάγκες του μωρού, κάτι που προκύπτει από έναν συνδυασμό κίνητρου και ποιοτικού χρόνου που περνάει ο γονιός με το παιδί του.