Σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς, όλες οι εγχώριες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, υιοθετώντας λύσεις που βασίζονται στην τεχνολογία.

«Βλέπουμε μία ζήτηση στην υγεία. Μπορεί την Covid-19 να την καλύπτει το κράτος, αλλά ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται και συμπληρωματικά ένα συμβόλαιο υγείας», τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurolife FFH, κ. Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, στο πλαίσιο του 31ου Greek Economic Summit, για να προσθέσει: «Η πανδημία και για τη δική μας ασφαλιστική βιομηχανία επιτάχυνε εξελίξεις που μας φέρνουν πιο κοντά στον ασφαλισμένο. Το απαιτούμενο είναι η ψηφιοποίηση. Η νέα γενιά ανθρώπων πρέπει να καταλάβει ότι το risk management ξεκινάει από την οικογένεια και ότι η ασφάλισή σου είναι θεμελιώδες σε αυτά που ‘χτίζεις’ στην καριέρα σου. Για να μιλήσουμε, όμως, μαζί τους πρέπει να μιλάμε την γλώσσα τους, να επικοινωνούμε με το κινητό τους, να μιλάμε με τρόπους πολύ διαφορετικούς από ό, τι μέχρι σήμερα. Αυτό απαιτεί επενδύσεις, ακριβώς για να γίνουμε πιο digital. Χρειάζεται ο ασφαλιστής, ο οποίος βγαίνει κάθε ημέρα να πουλήσει ασφάλειες και έχει δείξει εκπληκτικές ικανότητες μέσα στην πανδημία και στο lockdown σε σχέση με άλλα δίκτυα, να ψηφιοποιηθεί».

«Το βασικό, ίσως, πρόβλημα που έχει το δικό μας σύστημα υγείας και το καθιστά μη βιώσιμο σε βάθος χρόνου είναι ότι έχει σχεδιαστεί γύρω από το νοσοκομείο. Δηλαδή, ό, τι και να γίνει πρέπει ένας άνθρωπος να πάρει το αυτοκίνητό του και να κατευθυνθεί μέχρι τα εξωτερικά ιατρεία ενός μεγάλου νοσοκομείου και στη συνέχεια, ανάλογα και με την βαρύτητα του περιστατικού να ακολουθηθεί μία πορεία. Η διαχείριση όλων των περιστατικών σε περιβάλλον νοσοκομείου κοστίζει πολύ περισσότερο εν συγκρίσει με μία πιο συντηρητική διαχείριση που μπορεί να γίνει σε πιο ελαφρές μονάδες ή ακόμη και στο σπίτι», σχολίασε από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της Interamerican, κ. Γιάννης Καντώρος.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η παγκόσμια κατεύθυνση είναι για τα περιστατικά που δεν πρέπει να νοσηλευτούν να υπάρχουν συστήματα καλής διαχείρισης έξω από τα νοσοκομεία, με εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας. «Αυτό προϋποθέτει, προφανώς και μία καλύτερη οργάνωση του πρωτοβάθμιου συστήματος υγείας που είναι και ο μεγάλος ασθενής στη δική μας περίπτωση. Το μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με πολύ χαμηλότερο κόστος και την ίδια ή και καλύτερη ποιότητα, με λιγότερες αναμονές και μεγαλύτερη αμεσότητα εκτός νοσοκομείου», πρόσθεσε, για να καταλήξει: «Αυτή τη στιγμή υπάρχει μία εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης που δίνει ποσοστά αυτοδιάγνωσης σε περίπου 10.000 πελάτες και καταλαβαίνετε πόσες αχρείαστες επισκέψεις είτε σε γιατρό είτε σε νοσοκομεία έχει ‘κόψει’. Φανταστείτε να ήταν διαθέσιμη σε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό ασθενών».

«Έχουμε σίγουρα αναγκαστεί να προσαρμόσουμε τα επιχειρηματικά μας μοντέλα, επενδύοντας στην τεχνολογία αφενός, για να πιάσουμε τις νέες γενιές των ασφαλισμένων και αφετέρου, να εξοπλίσουμε τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές με εργαλεία που θα τους διευκολύνουν στην δουλειά τους», υπογράμμισε με την σειρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Ασφαλιστικής, κ. Σταύρος Κωνσταντάς, υπογραμμίζοντας πως πλέον οι ασφαλιστικές εταιρίες προσβλέπουν στη δημιουργία καλύτερης ασφαλιστικής συνείδησης, με βομβαρδισμό επικοινωνίας.

Σαν λαός, άλλωστε, ξοδέψαμε το 2018 περί τα 14,5 δισ. ευρώ για την υγεία. Από αυτά το κράτος πλήρωσε 8,5 δισ. ευρώ και οι ασφαλιστικές μόλις 600 εκατ. ευρώ, γιατί απλά είναι μικρός ο αριθμός όσων είναι ιδιωτικά ασφαλισμένος (υπολογίζεται σε περίπου 1,5 εκατομμύριο). Όμως, 5,5 δισ. ευρώ πληρώσαμε οι Έλληνες από την τσέπη μας. Αυτό σαν ποσοστό είναι διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. «Ο ‘φτωχός’ Έλληνας πλήρωσε από την τσέπη του, έχοντας το δημόσιο σύστημα υγείας και μη όντας ευχαριστημένος, διπλάσιο ποσοστό από τον Ευρωπαίο. Δεν πρέπει, λοιπόν και εδώ να δοθεί κάποιο κίνητρο, ώστε συμπληρωματικά να αγοραστεί και ένα συμβόλαιο υγείας που είναι πολύ φθηνότερο σε σχέση με το ευρωπαϊκό;», διερωτήθηκε ο κ. Σαρρηγεωργίου.