Με τη συμβολή του Pharma Innovation Forum (PIF) ξεκίνησε την ομιλία της η πρόεδρός του, Λαμπρίνα Μπαρμπετάκη, υπενθυμίζοντας ότι εκπροσωπεί τις 30 μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας. «Πιστεύω ότι η παρουσία μας, η επένδυση και εμπιστοσύνη που δείχνουν οι εταιρείες στη χώρα μας είναι πολύ σημαντικό, μια και καλύπτουμε πάνω από το 70% της παγκόσμιας αγοράς φαρμάκων» ανέφερε και παρουσίασε συνοπτικά την πρόταση τριετούς συμφωνίας.
Σύμφωνο συνεργασίας σε τρεις άξονες
«Από την πλευρά μας, ως PIF, έχοντας αφήσει πίσω τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, έχουμε προτείνει ένα σύμφωνο συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών και συλλόγων, της ελληνικής και διεθνούς φαρμακοβιομηχανίας, βασισμένο σε τρεις άξονες» δήλωσε.
Ο πρώτος άξονας αφορά στην κατανόηση των αναγκών του συστήματος υγείας, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών στην Ελλάδα. «Για να το πετύχουμε, πρέπει να αξιοποιήσουμε τα δεδομένα, να τα συλλέξουμε και αναλύσουμε για να κατανοήσουμε σε ποιες θεραπευτικές κατηγορίες πρέπει να επενδύσουμε και τι ανάπτυξη των προϊόντων πρέπει να αναμένουμε. Έχουμε την τεχνογνωσία για ψηφιοποίηση και αξιοποίηση αυτών των δεδομένων» εξήγησε η κ. Μπαρμετάκη.
Ο δεύτερος άξονας αφορά στην ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών: «Ως PIF, έχουμε την τεχνογνωσία και την εμπειρία για να προτείνουμε τη δημιουργία ενός πλαισίου που θα ενισχύσει την έρευνα και την ανάπτυξη νέων φαρμάκων. Αυτό θα βελτιώσει το προσδόκιμο ζωής και την ποιότητα ζωής των ασθενών, ιδιαίτερα σε θεραπευτικές κατηγορίες όπου σήμερα δεν υπάρχουν επαρκείς λύσεις».
Ο τελευταίος άξονας εστιάζει στη δυνατότητα των φαρμακευτικών εταιρειών να συμβάλουν στην ψηφιοποίηση του συστήματος υγείας, όχι μόνο παρέχοντας δεδομένα αλλά και συμβάλλοντας στη διαμόρφωση πολιτικών υγείας. «Μπορούμε να εντοπίσουμε ποιες θεραπευτικές κατηγορίες πρέπει να προτεραιοποιηθούν, ποιες είναι οι ανάγκες σε καινοτομία και πώς μπορούν να εξοικονομηθούν πόροι. Αυτή η προσέγγιση δεν αφορά μόνο τη συλλογή δεδομένων, αλλά τη σύνδεσή τους με τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών» δήλωσε.
Και η κ. Μπαρμπετάκη είπε ότι η καινοτομία δεν είναι μόνο ευθύνη ενός υπουργείου: «Χρειαζόμαστε συνεργασία όλων των εμπλεκομένων για να καλύψουμε τα κενά, να εξοικονομήσουμε πόρους και να ενισχύσουμε τις θεραπευτικές λύσεις, ιδιαίτερα σε τομείς όπου υπάρχουν ελλείψεις. Εμείς, ως PIF, είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε και να προσφέρουμε την τεχνογνωσία μας για να πετύχουμε αυτούς τους στόχους».
Κλινικές μελέτες
«Επενδύσεις δεν είναι μόνο τα εργοστάσια και μια τοπική παραγωγή. Σε όλες τις χώρες που παρατηρούμε πρόοδο στον τομέα της υγείας, η επένδυση συνδέεται με την τεχνολογία και τις κλινικές μελέτες» υπογράμμισε η πρόεδρος του PIF, εξηγώντας ότι οι κλινικές μελέτες επιταχύνουν την πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες και επιτρέπουν στους γιατρούς να δοκιμάζουν καινοτόμα εργαλεία και προσεγγίσεις, στις οποίες επενδύουν οι φαρμακευτικές εταιρείες.
Πρόσθεσε ακόμα ότι η εκπαίδευση είναι βασικός πυλώνας, όπως και ότι χωρίς ένα περιβάλλον που ευνοεί τις επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος. «Έχουν γίνει σημαντικά βήματα, τα οποία βασίζονται σε δύο βασικές αρχές που συζητάμε και με το υπουργείο Υγείας: πρώτον, η απλοποίηση των διαδικασιών και, δεύτερον, η διαφάνεια. Βρισκόμαστε σε ένα παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα στις διαδικασίες είναι κρίσιμες».
Υπάρχουν τρία βασικά κομμάτια που χρήζουν προσοχής:
- Η αξιοποίηση των δεδομένων υγείας: Πρέπει να συλλέγουμε και να αναλύουμε δεδομένα για να κατανοήσουμε τις ανάγκες του συστήματος υγείας και να κατευθύνουμε τις επενδύσεις στις κατάλληλες θεραπευτικές κατηγορίες.
- Η δημιουργία κινήτρων για κλινικές μελέτες: Χρειάζονται σταθερά κίνητρα και πλαίσια για την προσέλκυση κλινικών μελετών στη χώρα μας. «Λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) και των διαγραμμάτων, οι κλινικές μελέτες δεν μπόρεσαν να ενταχθούν [στα σχετικά χρηματοδοτικά σχήματα]. Ως PIF, έχουμε δει ότι μειώνεται το συνολικό ποσοστό επένδυσης, από 55 εκατομμύρια τα τελευταία δύο χρόνια στα 47».
- Η σταθερότητα για καινοτόμες θεραπείες: Για να προσελκύσουμε καινοτόμες θεραπείες στην Ελλάδα, χρειάζεται ένα σταθερό περιβάλλον, σημείωσε η κ. Μπαρμπετάκη. Χωρίς τη δυνατότητα έγκαιρης πρόσβασης σε αυτές τις θεραπείες, δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη. «Θα πρέπει να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για να ενισχυθεί η πρόσβαση των ασθενών» εξήγησε.
Οι επιστήμονες υπάρχουν, λείπουν οι συνθήκες
Σύμφωνα με την κ. Μπαρμπετάκη, υπάρχουν επιστήμονες στην Ελλάδα· οι συνθήκες λείπουν: «Το σημαντικότερο είναι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την καινοτομία και την ανάπτυξη, ένα οικοσύστημα υγείας, στο οποίο οι επαγγελματίες υγείας και οι επιστήμονες μπορούν να βρίσκουν τον δρόμο τους, σε εγχώριο και παγκόσμιο επίπεδο».
Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, αν και το επιστημονικό προσωπικό στην Ελλάδα ως άριστο και εξειδικευμένο, το μέλλον βρίσκεται στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) και στον ψηφιακό μετασχηματισμό. «Έχουμε δει τεράστια άλματα σε αυτούς τους τομείς και γι’ αυτό χρειαζόμαστε και τέτοιους επιστήμονες, οικονομολόγους υγείας, ειδικούς σε Health Technology Assessments (HTA), αναλυτές δεδομένων και επαγγελματίες marketing κ.α. Γι’ αυτό, ας πλαισιώσουμε τους παραδοσιακούς τομείς που έχουμε με κλινικές μελέτες, ερευνητικό προσωπικό και επαγγελματίες υγείας που μπορούν να μας βοηθήσουν να εκμεταλλευτούμε τη δύναμη των δεδομένων υγείας. Εκεί βρίσκεται το μέλλον, και η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να διακριθεί σε αυτόν τον τομέα» υπογράμμισε η κ. Μπαρμπετάκη.