Πλησιάζοντας αισίως στη συμπλήρωση περίπου τεσσάρων χρόνων από την έλευση του κορωνοϊόυ στη ζωή μας, πολλά έχουν αλλάξει, το ίδιο και η μολυσματικότητα του ιού όπως και η σοβαρότητα της νόσησης. Πλέον είναι λιγότερες οι μέρες που οι ενήλικες ασθενείς, αλλά και τα παιδιά μπορούν να μεταδώσουν, όπως παρατηρεί πρόσφατη έρευνα.

Σύμφωνα με τη νεότερη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο JAMA Pediatrics και πραγματοποιήθηκε σε ανήλικους, πέντε ημέρες αποχής από το σχολείο αρκούν για τα παιδιά που έχουν μολυνθεί με κορωνοϊό. Ειδικότερα, οι συγγραφείς της μελέτης από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας και το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ αναφέρουν ότι οι μαθητές που μολύνθηκαν με την παραλλαγή Omicron του ιού SARS-CoV-2, ήταν μολυσματικοί για ένα μέσο χρονικό διάστημα τριών ημερών μετά τη θετική διάγνωση.

«Ουσιαστικά, διαπιστώσαμε πως πέντε ημέρες απουσίας είναι υπεραρκετές, ενώ θα μπορούσε να εξεταστεί και μικρότερης διάρκειας παραμονή στο σπίτι για τα άρρωστα παιδιά» επισημαίνει ο δρ. Neeraj Sood, συν-συγγραφέας της μελέτης και ανώτερος συνεργάτης του Κέντρου Schaeffer  του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Πολιτικής.

Η ερευνητική ομάδα αξιολόγησε τα θετικά rapid test 76 παιδιών στην κομητεία του Λος Άντζελες ηλικίας 7 έως 18 ετών. Τα τεστ διενεργήθηκαν ξανά κατά τη διάρκεια πέντε επισκέψεων στο σπίτι σε διάστημα 10 ημερών, ενώ τα δείγματα αναλύθηκαν σε εργαστηριακό περιβάλλον, προκειμένου να αναζητηθούν ενδείξεις κυτταρικού θανάτου, που θεωρείται σημάδι μολυσματικότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι συμμετέχοντες που συμπεριλήφθηκαν είχαν μολυνθεί με την παραλλαγή Omicron.

Όπως διαπιστώθηκε, ο μέσος χρόνος μολυσματικότητας ήταν τρεις ημέρες, το 18,4% των παιδιών ήταν ακόμη μολυσματικά την πέμπτη ημέρα, ενώ μόλις το 3,9% ήταν ακόμη μολυσματικά την 10η ημέρα. Η ερευνητική ομάδα δεν παρατήρησε συσχέτιση μεταξύ του χρόνου που τα παιδιά ήταν μολυσματικά και του εμβολιασμού τους έναντι του κορωνοϊού.

Ενώ τα μέτρα περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού θεωρούνται σημαντικά, θα μπορούσαν να διακόψουν την ομαλή εκπαίδευση ενός παιδιού. Μέχρι στιγμής, οι ερευνητές εξηγούν ότι οι τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές που έχουν τεθεί σε εφαρμογή σε σχολικές περιφέρειες από τη Νέα Υόρκη έως το Λος Άντζελες κατασκευάστηκαν με τη χρήση εξαιρετικά λίγων δεδομένων.

«Από τη μια θέλουμε να προστατεύσουμε τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά, από την άλλη, δεν θέλουμε να διακόψουμε την εκπαίδευση του παιδιού που έχει μολυνθεί, δεδομένου του μεγέθους της διαταραχής που έχει ήδη συμβεί με την καραντίνα. Η διάρκεια της μολυσματικότητας είναι μια σημαντική παράμετρος για να υπολογίσουμε ποια θα πρέπει να είναι η βέλτιστη διάρκεια της αυτοαπομόνωσης» προσθέτει ο δρ. Neeraj Sood.

Τα ερευνητικά ευρήματα συνάδουν με προηγούμενες μελέτες που διεξήχθησαν σε ενήλικες που είχαν μολυνθεί από την παραλλαγή Omicron.

Συνολικά, οι ερευνητές ζητούν περαιτέρω ερευνητικές πρωτοβουλίες που μπορούν να βοηθήσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με το πόσο καιρό πρέπει να κρατούν τα παιδιά εκτός τάξης.

Διαβάστε ακόμη:

Lockdown: Πόσο «τραυμάτισαν» την ψυχή των παιδιών

Κορωνοϊός: Το στρες της εγκύου λόγω πανδημίας μπορεί να είχε αρνητική επίπτωση στον εγκέφαλο του αγέννητου μωρού