Μεγάλο φαίνεται πως είναι τελικά το ποσοστό των εφήβων που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, χωρίς όμως να έχουν λάβει επισήμως διάγνωση, παρά την πλέον μεγαλύτερη πρόσβαση στη σωστή πληροφόρηση. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με νεότερη μελέτη από το Πανεπιστήμιο Rutgers που δημοσιεύτηκε στο Journal of Autism and Developmental Disorders, περίπου το ένα τέταρτο των 16χρονων παιδιών με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού δεν έχει ακόμη λάβει επίσημη διάγνωση.

Το έργο των επιστημόνων συμπεριέλαβε πολλές πηγές – σχολικά και υγειονομικά αρχεία που αφορούσαν 4.875 από τους 31.581 16χρονους- προκειμένου να συγκεντρώσουν αναδρομικά όλα τα συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με τον επιπολασμό των διαταραχών στο φάσμα του αυτισμού μεταξύ των εφήβων στη βορειοανατολική περιοχή του Νιου Τζέρσεϊ.

«Εκτιμούμε ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη μελέτη που έχει γίνει ποτέ για τις συγκεκριμένες διαταραχές σε αυτή την ηλικιακή ομάδα και ελπίζουμε ότι θα βοηθήσει τα σχολεία, τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης και άλλους με πληροφορίες που οδηγούν σε καλύτερη κατανόηση και παροχή υπηρεσιών» αναφέρει σχετικά ο δρ Walter Zahorodny, αναπληρωτής καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Rutgers New Jersey και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.

Σε γενικές γραμμές, οι ασθενείς στη διαταραχή του φάσματος του αυτισμού εμφανίζουν δυσκολίες στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση με τους άλλους, ενώ και ο τρόπος και ο ρυθμός της μάθησης είναι διαφορετικός.

Συνολικά, σύμφωνα με τη μελέτη, το 1,77% των 16χρονων στο βορειοανατολικό Νιου Τζέρσεϊ βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού. Ωστόσο, η διαταραχή επηρεάζει περισσότερο τα έφηβα αγόρια  (2.89%) από ό,τι κορίτσια (0.62%), περισσότερους λευκούς από ό,τι Αφροαμερικανούς ή ισπανόφωνους και περισσότερους εφήβους με υψηλό εισόδημα από ό,τι τους συνομηλίκους τους με χαμηλό εισόδημα κατά 50%.

«Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνουν και παλιότερες μελέτες, που έχουν διαπιστώσει ότι σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης του αυτισμού ανάλογα με το φύλο, τη φυλή και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση στην παιδική ηλικία και είναι σχεδόν βέβαιο ότι αντικατοπτρίζει τα πραγματικά πρότυπα εμφάνισης και όχι τα καλύτερα ποσοστά διάγνωσης μεταξύ των ομάδων που λαμβάνουν συχνότερη και καλύτερη ιατρική φροντίδα. Η μελέτη μας δεν εξέτασε γιατί τα ποσοστά επιπολασμού ποικίλλουν, όμως άλλες μελέτες υποδηλώνουν μια σύνθετη αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβάλλοντος» εξηγεί ο δρ Walter Zahorodny.

Επιπλέον, οι ερευνητές αναφέρουν ότι ένας στους τέσσερις εφήβους στο φάσμα δεν είχε διαγνωστεί και ότι τρεις στους πέντε εφήβους με αυτισμό είχαν επίσης μία ή περισσότερες νευροψυχιατρικές παθήσεις – στις περισσότερες περιπτώσεις διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).

Οι συγγραφείς της μελέτης θεωρούν ότι το σημαντικότερο εύρημα αυτής της μελέτης είναι ο εντοπισμός ενός σημαντικού αριθμού μη διαγνωσμένων περιπτώσεων στο φάσμα του αυτισμού, ιδίως μεταξύ τόσων πολλών εφήβων με ήπιες μορφές της διαταραχής. Αντίστοιχα, το υψηλό ποσοστό των εφήβων στο φάσμα που παρουσιάζουν εξίσου και κάποια άλλη νευροψυχιατρική διαταραχή ενδεχομένως να έχει σοβαρές επιπτώσεις και στο μέλλον.

Ο μεγάλος αριθμός των εφήβων που υποδιαγιγνώσκονται και δε λαμβάνουν την κατάλληλη στήριξη που χρειάζονται υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη τόσο για τα σχολεία όσο και για τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης να βελτιώσουν τα εργαλεία και τα πρωτόκολλα ανίχνευσης της διαταραχής στο φάσμα του αυτισμού, καταλήγουν οι ερευνητές.

Διαβάστε ακόμη:

Αυτισμός: Πόσο βοηθούν τα παιδιά οι πρώιμες παρεμβάσεις

Αυτισμός: Το γλωσσικό μοτίβο που προδίδει τη διαταραχή