Τη σχέση της σχιζοφρένειας με την απώλεια της επαφής μεταξύ των νευρώνων ανέδειξε πρωτοποριακή τεχνική σάρωσης του εγκεφάλου, επιβεβαιώνοντας παλαιότερες επιστημονικές υποθέσεις που είχαν ωστόσο βασιστεί σε μελέτες πάνω σε αποθανόντες. Η πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Nature Communications και που πρώτη εξέτασε τον εγκέφαλο ζωντανών ανθρώπων, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για νέες και πιο επιτυχημένες θεραπείες.

Στην έρευνα συμμετείχαν 18 άνθρωποι με διεγνωσμένη σχιζοφρένεια και 18 χωρίς τη νόσο. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στη μέτρηση μιας πρωτεΐνης που βρέθηκε στις νευρωνικές συνάψεις, της SV2A, η οποία έχει αποδειχθεί καλός δείκτης της συνολικής πυκνότητας των συνδέσεων στον εγκέφαλο.

Χρησιμοποίησαν έναν ανιχνευτή που συνδέεται με την πρωτεΐνη και που εκπέμπει ένα σήμα το οποίο μπορεί να προσληφθεί από την απεικονιστική εξέταση PET (τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων εγκεφάλου).

Κατά το πείραμα, διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα της συναπτικής πρωτεΐνης SV2A ήταν σημαντικά χαμηλότερα στο εμπρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου -στην περιοχή που συμμετέχει στον προγραμματισμό- στα άτομα με σχιζοφρένεια. Επιπλέον, οι ερευνητές έχουν κάποιες πρώιμες αποδείξεις ότι το επίπεδο της συναπτικής πρωτεΐνης συνδέεται με τις γνωστικές επιδόσεις στους ασθενείς.

Σύμφωνα με τον Oliver Howes, καθηγητή Ιατρικής στο Imperial College και King’s College του Λονδίνου και επικεφαλής της έρευνας, τα νέα ευρήματα θα μπορέσουν να επεκτείνουν τη θεραπεία πέρα από την αντιμετώπιση των ψυχωτικών συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας (όπως η απώλεια ικανότητας προγραμματισμού και μνήμης), που αποτελούν όμως μία μόνο πτυχή της νόσου. Η απώλεια των συνάψεων των νευρώνων, θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την ευρύτερη συμπτωματολογία της νόσου.