Μεγαλύτερη επίδραση (θετική και αρνητική) στην υγεία των ανθρώπων μπορεί να έχει η σχέση με ανθρώπους του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε έρευνα της Αμερικανικής Εταιρείας Ψυχολογίας που δημοσιεύθηκε στο Journal of Family Psychology.

«Παρατηρήσαμε πως το οικογενειακό συναισθηματικό κλίμα είχε σημαντικό αντίκτυπο στη συνολική υγεία συμπεριλαμβανομένης και της ανάπτυξης ή επιδείνωσης χρόνιων παθήσεων όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο και οι πονοκέφαλοι κατά τη μέση ηλικία», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Δρ. Sarah B. Woods.

«Συχνά, οι ερευνητές επικεντρώνονται στις ερωτικές σχέσεις, ειδικά στο γάμο, υποθέτοντας πως αυτές έχουν ισχυρότερη επίδραση στην υγεία. Δεδομένων όμως των αλλαγών που έχουν επέλθει στη συντροφικότητα στις μέρες μας, όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι αργούν να παντρευτούν ή επιλέγουν την εργένικη ζωή, θέλαμε να συγκρίνουμε τις επιδράσεις των σχέσεων του οικογενειακού περιβάλλοντος και των ερωτικών συντρόφων, με την πάροδο του χρόνου», δήλωσε η Δρ. Woods.

Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα για 2.802 συμμετέχοντες από έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το 1995 έως το 2014. Συλλέχθηκαν δεδομένα από τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Η πρώτη ήταν 1995-1996, η δεύτερη, 2005-2006 και η τρίτη 2013-2014. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων κατά την πρώτη χρονική περίοδο (1995-1996) ήταν τα 45 έτη.

Η έρευνα έθεσε ερωτήματα σχετικά με τους οικογενειακούς δεσμούς και την υποστήριξη από την οικογένεια, καθώς επίσης και ερωτήσεις για τους συντροφικούς-ερωτικούς δεσμούς και την αντίστοιχη στήριξη από τους ερωτικούς συντρόφους.

Η κατάσταση της υγείας εξετάστηκε χρησιμοποιώντας το συνολικό αριθμό των χρόνιων παθήσεων των συμμετεχόντων, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο, οι πονοκέφαλοι και τα προβλήματα στο στομάχι που εμφανίστηκαν κατά τους 12 μήνες πριν από κάθε υπό εξέταση χρονικό διάστημα.

Οι συμμετέχοντες αξιολόγησαν επίσης την γενική κατάσταση της υγείας τους.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η μεγαλύτερη ένταση στους οικογενειακούς δεσμούς, συσχετιζόταν με μεγαλύτερο αριθμό χρόνιων παθήσεων και χειρότερη εκτίμηση της υγείας δέκα χρόνια αργότερα κατά την δεύτερη και τρίτη φάση συλλογής δεδομένων.

«Συγκριτικά διαπιστώσαμε πως η μεγαλύτερη στήριξη από την οικογένεια κατά τη δεύτερη χρονικά φάση συλλογής δεδομένων (2005-2006) σχετίστηκε με την καλύτερη αξιολόγηση της υγείας 10 χρόνια αργότερα», δήλωσε ο εκ των συγγραφέων της μελέτης Δρ. Jacob B. Priest

Παράλληλα δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές επιδράσεις της σχέσης με τους ερωτικούς συντρόφους στα αποτελέσματα της υγείας.

«Το γεγονός πως οι ερωτικές-συντροφικές σχέσεις δεν επηρέαζαν τη μετέπειτα υγεία των εθελοντών ήταν πραγματικά απροσδόκητο», δήλωσε η Δρ. Woods.

Η ερευνητική ομάδα θεωρεί πως η έλλειψη σημαντικού συσχετισμού μεταξύ των συναισθηματικών σχέσεων και της μετέπειτα υγείας, ενδέχεται να οφείλεται στην ευθραυστότητα αυτών των σχέσεων, σε αντίθεση με τις σχέσεις με τις σχέσεις με τους κοντινούς συγγενείς.

«Η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη είχαν πολύ καλές σχέσεις με τους γονείς και τα αδέρφια τους. Συνεπώς η σχέση με το σύζυγο/σύντροφό τους ήταν λιγότερο πιθανό να είναι τόσο ισχυρή όσο η σχέση με τους συγγενείς. Επιπλέον, η συναισθηματική ένταση αυτών των σχέσεων ενδέχεται να είναι ισχυρότερη, ώστε οι άνθρωποι να βιώνουν περισσότερες επιδράσεις στην υγεία και την ευημερία τους», δήλωσε η συμμετέχουσα στην έρευνα, Δρ. Patricia N.E. Roberson.

Τα μέλη της ερευνητικής ομάδας τονίζουν πως τα ευρήματά τους εξηγούν γιατί οι πάροχοι υπηρεσιών φροντίδας σωματικής και ψυχικής υγείας θα πρέπει να εξετάσουν τις οικογενειακές σχέσεις κατά την αξιολόγηση και τη θεραπεία των ασθενών.

«Για τους ενήλικες που πάσχουν ήδη από κάποια χρόνια νόσο, οι κακές σχέσεις με την οικογένειά τους ενδέχεται να επιδεινώνει την υγεία τους. Αντίστροφα, οι άνθρωποι που έχουν υποστηρικτικά μέλη στην οικογένειά τους είναι πολύ πιθανό να παρατηρήσουν βελτίωση στην κατάσταση της υγείας τους», καταλήγει η Δρ. Woods.