Με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2 σχετίζεται το χαμηλό ανάστημα σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Diabetologia.

Αντιθέτως τα ψηλά άτομα φαίνεται να έχουν μειωμένο κίνδυνο, με κάθε 10 εκατοστά διαφορά στο ύψος να σχετίζεται με 41% μειωμένο κίνδυνο διαβήτη στους άνδρες και 33% στις γυναίκες.

«Ο αυξημένος κίνδυνος για τους έχοντες χαμηλό ανάστημα μπορεί να οφείλεται στην μεγαλύτερη εναπόθεση λίπους στο σώμα και το λιγότερο ευνοϊκό προφίλ καρδιαμεταβολικών παραγόντων κινδύνου», σημειώνουν οι ερευνητές στα συμπεράσματα της μελέτης.

Το χαμηλό ανάστημα έχει ήδη σχετιστεί με τον κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη σε πολλές μελέτες, κάνοντας μάλιστα τους επιστήμονες  να πιστεύουν ότι το ύψος μπορεί να είναι προγνωστικός δείκτης κινδύνου εκδήλωσης της πάθησης. Έρευνες έχουν δείξει ότι η ευαισθησία στην ινσουλίνη και η λειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος είναι ευνοϊκότερα στα ψηλά άτομα. Το χαμηλό ανάστημα αντιθέτως σχετίζεται με μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο, που εν μέρει διαμεσολαβείται από καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου σχετικούς με τον διαβήτη τύπου 2, όπως για παράδειγμα η αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια του αίματος και η φλεγμονή.

Στη νέα μελέτη που έγινε από το Γερμανικό Ινστιτούτο Ανθρώπινης Διατροφής Potsdam-Rehbruecke, οι ερευνητές Clemens Wittenbecher και Matthias Schulze ανέλυσαν στοιχεία από τη μελέτη EPIC-Potsdam στην οποία είχαν λάβει μέρος 27.548 άτομα (16.644 γυναίκες 35-65 ετών και 10.904 άνδρες 40-65 ετών) από τον γενικό πληθυσμό του Potsdam, την περίοδο 1994-1998.

Στο πλαίσιο της μελέτης είχαν συλλεχθεί μια ποικιλία δεδομένων, όπως το σωματικό βάρος, το ύψος σε όρθια και καθήμενη στάση, η περίμετρος της μέσης και η αρτηριακή πίεση. Από το αρχικό δείγμα επελέγη τελικά μια υποομάδα 2.500 ατόμων, ενώ εξαιρέθηκαν όσοι είχαν ήδη διαβήτη ή δεν είχαν συμμετάσχει σε όλο το εύρος της ιατρικής παρακολούθησης. Τελικά, αξιολογήθηκαν 2.307 άτομα και προστέθηκαν 797 από το αρχικό δείγμα που εκδήλωσαν τελικά διαβήτη τύπου 2.

Όταν συνεκτιμήθηκαν παράγοντες όπως η ηλικία, η μόρφωση, η περίμετρος της μέσης και παράγοντες του τρόπου ζωής προέκυψε ότι ο κίνδυνος εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2 ήταν χαμηλότερος κατά 41% στους άνδρες και 33% στις γυναίκες για κάθε 10 εκατοστά επιπλέον ύψους.

Η σχέση διαβήτη και αναστήματος ήταν ισχυρότερη στα άτομα με φυσιολογικό βάρος, με 86% μικρότερο κίνδυνο ανά 10 εκατοστά επιπλέον αναστήματος στους άνδρες και 76% στις γυναίκες. Στα υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα, κάθε επιπλέον 10 εκατοστά ύψους σχετίζονταν με 36% μικρότερο κίνδυνο διαβήτη στους άνδρες και 30% στις γυναίκες.

Το μεγαλύτερο μήκος των ποδιών σχετίστηκε επίσης με χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη. Βέβαια παρατηρήθηκε μια μικρή διαφορά μεταξύ των φύλων με τις γυναίκες να είναι πιο ευνοημένες από τους άνδρες.

Οι ερευνητές υπολόγισαν επίσης σε τι έκταση η αντίστροφη σχέση ύψους και συστατικών στοιχείων του ύψους και του κινδύνου διαβήτη τύπου 2 εξηγείται από τον Δείκτη Λίπους στο Ήπαρ και άλλους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου. Όταν τα αποτελέσματα συνεκτίμησαν και το ποσοστό του λίπους στο ήπαρ, τότε ο μειωμένος κίνδυνος διαβήτη για κάθε 10 εκατοστά επιπλέον αναστήματος ήταν 34% για τους άνδρες και 13% στις γυναίκες.

Άλλοι βιοδείκτες που επηρέαζαν τα αποτελέσματα ήταν: στους άνδρες η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (δείκτης του σακχάρου) και τα λιπίδια του αίματος μείωναν την διαφορά ως προς τον κίνδυνο νόσησης κατά περίπου 10%. Επιπλέον, στις γυναίκες η αδιπονεκτίνη (ορμόνη που εμπλέκεται στον έλεγχο του σακχάρου) και η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (δείκτης φλεγμονής) αποδυνάμωναν τον συσχετισμό ύψους και διαβήτη.

Σύμφωνα με τους ερευνητές όλα τα παραπάνω με απλά λόγια σημαίνουν ότι οι ψηλοί άνθρωποι έχουν λιγότερο λίπος το ήπαρ και υγιεινότερο καρδιομεταβολικό προφίλ.

«Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι τα κοντύτερα άτομα έχουν αυξημένους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου και μεγαλύτερο κίνδυνο διαβήτη, συγκριτικά με τους ψηλούς ανθρώπους. Αυτό συνηγορεί με την θεωρία ότι το ύψος είναι χρήσιμος προγνωστικός δείκτης του κινδύνου διαβήτη τύπου 2 και ότι οι καρδιομεταβολικοί παράγοντες κινδύνου πρέπει να αξιολογούνται συχνότεροα στους κοντούς, ανεξαρτήτως του σωματικού βάρους και της γενικότερης σωματικής κατανομής τους. Ειδικότερα, το ηπατικό λίπος συντελεί σε μεγαλύτερο κίνδυνο στα κοντά άτομα. Και επειδή το ύψος δεν μεταβάλλεται μετά την ενηλικίωση, θα πρέπει να εστιάζουμε σε τρόπους μείωσης του ηπατικού λίπους για την μείωση του κινδύνου στους ανθρώπους με χαμηλό ανάστημα», αναφέρεται στα συμπεράσματα της μελέτης.