Τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα των εγκύων καθώς και ο αυξημένος Δείκτης Μάζας Σώματος κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι παράγοντας θνησιγένειας στις γυναίκες με διαβήτη, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Diabetologia.

Μάλιστα, οι γυναίκες με διαβήτη πριν την κύηση έχουν τετραπλάσιο έως πενταπλάσιο κίνδυνο θνησιγένειας, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μείωση των ποσοστών θνησιγένειας στον γενικό πληθυσμό.

Η μητρική παχυσαρκία, η μεγάλη ηλικία της μητέρας και το κάπνισμα είναι γνωστοί τροποποιήσιμοι παράγοντες θνησιγένειας στον γενικό πληθυσμό, όπως επίσης και η περιορισμένη εμβρυική ανάπτυξη. Όμως, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τις κυήσεις που παρουσιάζονται επιπλοκές λόγω διαβήτη. Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι τα μη βέλτιστα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα της μητέρας, οι μικροαγγειακές επιπλοκές και η κακή προετοιμασία για εγκυμοσύνη σχετίζονται με τη θνησιγένεια σε μητέρες με διαβήτη – ωστόσο οι παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου που αφορούν στον γενικό πληθυσμό είναι λιγότερο τεκμηριωμένοι για τις μητέρες με διαβητη.

Στη μελέτη που πραγματοποίησαν οι Δρ. Robert Lindsay και Sharon Mackin από το Ινστιτούτο Καρδιαγγειακών και Ιατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης αναλύθηκαν στοιχεία από γυναίκες που είχαν διαγνωστεί με διαβήτη πριν την εγκυμοσύνη ώστε να καθοριστούν τα μητρικά και εμβρυϊκά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη θνησιγένεια. Ο χρόνος της θνησιγένειας επίσης εξετάστηκε ώστε να αναλυθούν οι εφαρμοζόμενες πρακτικές κατά τον τοκετό. Επίσης αξιολογήθηκαν στοιχεία από άλλα Μητρώα σχετικά με επιπλοκές κατά την κύηση και τον τοκετό και την διαχείριση του διαβήτη.

Ως θνησιγένεια ορίστηκε η γέννηση νεογνού στις 24 εβδομάδες ή μετά, που την στιγμή του τοκετού δεν ανέπνεε ή δεν είχε ζωτικά σημεία.

Οι ερευνητές συνεκτίμησαν διάφορους παράγοντες κινδύνου, όπως τα μητρικά επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, ο ΔΜΣ της μητέρας και το νεογνικό σωματικό βάρος.

Τελικά εντοπίστηκαν 5.392 μονότοκες γεννήσεις από 3.847 γυναίκες με διαβήτη -3.778 βρέφη από 2.582 μητέρες με διαβήτη τύπου 1 και 1.614 βρέφη από 1.265 μητέρες με διαβήτη τύπου 2. Το ποσοστό θνησιγένειας ήταν 16,1 ανά 1.000 γέννες στον διαβήτη τύπου 1 και 22,9 ανά 1.000 γεννήσεις στον διαβήτη τύπου 2. Το αντίστοιχο ποσοστό στον γενικό πληθυσμό ήταν 4,9 ανά 1.000 γεννήσεις.

Τελικά οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα της μητέρας είναι ο βασικός τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για θνησιγένεια. Στις μητέρες με διαβήτη τύπου 1 και περιστατικό θνησιγένειας παρατηρήθηκαν υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης σε όλα τα στάδια της κύησης. Για τον διαβήτη τύπου 2 τα επίπεδα της γλυκόζης προ κύησης φάνηκαν να είναι σημαντικός προγνωστικός δείκτης θνησιγένειας. Επίσης σημαντικός παράγοντας κινδύνου στις γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 ήταν ο υψηλός ΔΜΣ, αφού η μητρική παχυσαρκία είναι ανεξάρτητος παράγοντας για θνησιγένειας συντελώντας σε προεκλαμψία, συγγενείς ανωμαλίες και εμβρυϊκή υπερ-ανάπτυξη.

Ακόμα ο απόλυτος κίνδυνος θνησιγένειας ήταν υψηλότερος στις νεογνά που γεννήθηκαν μικρότερα από την ηλικία κυοφορίας, ειδικά στις μητέρες με διαβήτη τύπου 1. Ομοίως, τα μεγαλύτερο σε μέγεθος νεογνά αναλογικά με την ηλικία κυοφορίας κινδύνευαν να είναι θνησιγενή στις γυναίκες με διαβήτη τύπου 2.