Στο συμπέρασμα ότι η νευρική ανορεξία είναι εν μέρει μεταβολική και όχι αμιγώς ψυχιατρική νόσος κατέληξαν ερευνητές από το Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνα σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσίευσαν στο Nature Genetics.

Η ευρείας κλίμακας μελέτη στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 100 ακαδημαϊκοί διεθνώς εντόπισε οκτώ γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με τη νευρική ανορεξία. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το γενετικό υπόβαθρο της διαταραχής είναι ψυχιατρικό, αλλά και μεταβολικό.

Οι ερευνητές συνδύασαν δεδομένα που περιλάμβαναν 16.992 περιπτώσεις νευρικής ανορεξίας και 55.525 περιπτώσεων ελέγχου από 17 χώρες από τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, την Ωκεανία και την Ασία.

Τα κυριότερα ευρήματα ήταν ότι:

  • Η γενετική βάση της νευρικής ανορεξίας περιλαμβάνει μεταβολικά, λιπιδικά και ανθρωπομετρικά στοιχεία και η μελέτη δείχνει ότι αυτά είναι ανεξάρτητα από τα γενετικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ).
  • H γενετική βάση της νευρικής ανορεξίας εμπεριέχει επίσης άλλες διαταραχές ψυχιατρικής φύσεως όπως η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η κατάθλιψη, το άγχος και η σχιζοφρένεια.
  • Οι γενετικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη νευρική ανορεξία επηρεάζουν επίσης τη σωματική δραστηριότητα κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει την τάση των ανθρώπων με νευρική ανορεξία να είναι εξαιρετικά δραστήριοι.

«Οι μεταβολικές ανωμαλίες που παρατηρούνται σε ασθενείς με νευρική ανορεξία συχνά χαρακτηρίζονται από υπερβολική πείνα, αλλά η μελέτη μας δείχνει ότι οι μεταβολικές διαφορές ενδέχεται επίσης να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νόσου. Επιπλέον, η αναλύσεις μας, δείχνουν ότι οι μεταβολικοί παράγοντες ενδέχεται να παίζουν παρόμοιο ή απλά τόσο ισχυρό ρόλο όσο οι αμιγώς ψυχιατρικές επιδράσεις», εξηγεί ο Δρ. Gerome Breen, εκ των επικεφαλής της μελέτης.

Η καθηγήτρια Janet Treasure με τη σειρά της δήλωσε πως «Με την πάροδο του χρόνου υπάρχει αβεβαιότητα για το πλαίσιο της νευρικής ανορεξίας εξαιτίας της μίξης σωματικών και ψυχιατρικών γνωρισμάτων. Τα αποτελέσματά μας επικυρώνουν τη διττότητα αυτή και δείχνουν ότι η ενσωμάτωση των μεταβολικών πληροφοριών ενδέχεται να βοηθήσει τους γιατρούς να αναπτύξουν καλύτερους τρόπους θεραπείας των διατροφικών διαταραχών».