Το κάπνισμα αποτελεί έναν σοβαρό παράγοντα κινδύνου για μη μεταδοτικές ασθένειες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 27% όλων των θανάτων από καρκίνο είναι συνδεδεμένο με τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος. Στη χώρα μας, η οποία φημίζεται για το ποσοστό των… θεριακλήδων, ο καπνός είναι ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για θνησιμότητα, αντιπροσωπεύοντας ένα ποσοστό 22%, έναντι 17% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιστοίχως. Περίπου το 1/3 των ενηλίκων στην Ελλάδα είναι καπνιστές (στοιχεία του 2017). Φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια κάτι αλλάζει, καθώς παρατηρείται μείωση, όχι, όμως, τόσο σημαντική ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι.

Ποιοι είναι οι στόχοι; Ένας κόσμος, και κατ’ επέκταση μια Ευρώπη, χωρίς τσιγάρο. Αυτό ήταν το θέμα που προσέγγισαν ειδικοί Δημόσιας Υγείας σε webinar που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 5 Ιουλίου.

Ο Karl Erik Lund, αντιπρόεδρος της SCOHRE – διεθνής επιστημονική εταιρεία ανεξάρτητων ειδικών για τον έλεγχο του καπνίσματος και τη μείωση της βλάβης – και Senior Researcher στο Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας στη Νορβηγία, στην ομιλία του επεσήμανε ότι στις σημερινές κοινωνίες «έχουμε οριακά αποτελέσματα από την εντατικοποίηση των κλασικών όπλων για τον έλεγχο του καπνίσματος».

Όπως εξήγησε, υπάρχουν δύο κατευθύνσεις στην Ευρώπη. Οι «υπέρμαχοι των καθαρών λύσεων», που πιστεύουν ότι στόχος θα πρέπει να είναι μια κοινωνία χωρίς νικοτίνη, ότι ο εθισμός στη νικοτίνη δεν είναι αποδεκτός και, επομένως, ο τελικός στόχος των πολιτικών θα πρέπει να είναι μια κοινωνία χωρίς νικοτίνη. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι «ρεαλιστές», οι οποίοι πιστεύουν ότι κύριος στόχος θα πρέπει να είναι η μείωση των νοσημάτων που σχετίζονται με το κάπνισμα, ότι η ψυχαγωγική χρήση της νικοτίνης θα υπάρχει πάντα και ότι είναι αποδεκτή εάν ο κίνδυνος για την υγεία είναι χαμηλός.

Μείωση της Βλάβης από το Κάπνισμα

Στη μείωση του κινδύνου εστίασε και ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, Θεοκλής Ζαούτης. Ο κ. Ζαούτης υπογράμμισε τον ρόλο των οργανισμών δημόσιας υγείας και εξέτασε το δίλημμα μεταξύ «υπέρμαχων των καθαρών λύσεων» και «ρεαλιστών» αναφορικά με τις πολιτικές μείωσης του καπνίσματος. Τόνισε, επίσης, ότι λόγω της πανδημίας της Covid-19, η ιδέα ενός κόσμου χωρίς τσιγάρο κατέστη αναγκαιότητα, δεδομένου ότι οι καπνιστές με χρόνιες παθήσεις υπέστησαν σοβαρότερες συνέπειες και υψηλότερα ποσοστά θνητότητας. Επιπλέον, εστίασε στην ανάγκη παρακολούθησης της επιδημιολογίας του καπνίσματος συμβατικών τσιγάρων και της χρήσης εναλλακτικών προϊόντων, καθώς με αυτόν τον τρόπο, θα ληφθούν αξιόπιστα δεδομένα για την ανάπτυξη αποτελεσματικών εκστρατειών ενημέρωσης. Αναφορικά με τις πολιτικές Μείωσης της Βλάβης από το Κάπνισμα, ο κ. Ζαούτης αναγνώρισε ότι η μείωση του κινδύνου περιλαμβάνεται στις περισσότερες πολιτικές δημόσιας υγείας και αναφέρθηκε στο παράδειγμα των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων που η αποχή δεν αποτελεί επιλογή – αντ’ αυτής, προωθούνται μέθοδοι μείωσης του κινδύνου, όπως η χρήση προφυλακτικού.

Με τη σειρά του ο Καθηγητής Andrzej Fal, πρόεδρος της Πολωνικής Εταιρείας Δημόσιας Υγείας, επικεφαλής του Τμήματος Αλλεργιολογίας, Νοσημάτων του Πνεύμονα και Παθολογίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Ιατρικής Επιστήμης της Πολωνίας, σημείωσε, μιλώντας στο webinar: «Στόχος μας θα πρέπει να είναι να σταματήσουν οι άνθρωποι να αγοράζουν τσιγάρα ή, αν έχουμε δύο προϊόντα διαφορετικού κινδύνου, να καταστήσουμε περισσότερο διαθέσιμο το προϊόν με τον μικρότερο κίνδυνο». Πρόσθεσε δε ότι η διακοπή του καπνίσματος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αντιμετωπιστούν οι βλάβες στην Υγεία. Ωστόσο, όπως είπε, μόνο 30%-40% των καπνιστών κόβουν με επιτυχία το κάπνισμα.

Περισσότεροι θάνατοι από το κάπνισμα απ’ ό,τι από την ελονοσία και τη φυματίωση

Δεδομένα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα παρουσίασε στη διαδικτυακή εκδήλωση η Δάφνη Καϊτελίδου, καθηγήτρια στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ). Η κυρία Καϊτελίδου σχολίασε ότι το κάπνισμα σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους απ’ ό,τι η ελονοσία και η φυματίωση. «Παρόλο που οι αριθμοί των καπνιστών έχουν μειωθεί μετά την εφαρμογή διαφόρων πολιτικών, ο επιπολασμός του καπνίσματος παραμένει υψηλός στις χώρες της ΕΕ και στην Ελλάδα ειδικότερα», ανέφερε. Σύμφωνα με την πρόεδρο του ΟΔΙΠΥ, η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο σημαντικές προκλήσεις: το γεγονός ότι δεν γίνεται συστηματική συλλογή δεδομένων, ούτε και κοινή χρήση των δεδομένων με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ τα δεδομένα δεν ενσωματώνονται στην καθημερινή κλινική πρακτική.

Ο Ιωάννης Φαρόπουλος, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων (CLEO), ο οποίος ήταν ο συντονιστής της συζήτησης, έθεσε το ζήτημα της ετοιμότητας για την επερχόμενη δέκατη συνεδρίαση της Διάσκεψης Συμβαλλόμενων Μερών (COP10) της Σύμβασης-Πλαισίου του ΠΟΥ για τον Έλεγχο του Καπνίσματος, που θα λάβει χώρα στον Παναμά, προκειμένου να αναδειχθούν τα οφέλη των πολιτικών μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα στον ΠΟΥ. Ο κ. Φαρόπουλος τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρχει μια ενιαία προσέγγιση εκ μέρους της ΕΕ στην COP10, αξιοποιώντας τα καλά αποτελέσματα που πέτυχαν χώρες όπως η Νορβηγία και η Σουηδία, οι οποίες εφαρμόζουν πολιτικές μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα.

Να αντιμετωπιστούν τα εναλλακτικά προϊόντα καπνού σαν μια καλά τεκμηριωμένη προσέγγιση

Ένα σημαντικό ζήτημα που δεν έλειψε από τη συζήτηση μεταξύ των ειδικών, αφορά στο πότε θα μπορούμε να έχουμε ισχυρά στοιχεία για τη νοσηρότητα και τη θνητότητα που σχετίζονται με τα εναλλακτικά προϊόντα καπνού. Πάνω σε αυτό, ο Καθηγητής Fal υποστήριξε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε 10-15 χρόνια για τα αποτελέσματα των ερευνητών, αλλά «μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα εναλλακτικά προϊόντα με μια καλά τεκμηριωμένη προσέγγιση». Ο Dr Lund υπογράμμισε ότι υπάρχουν επιδημιολογικά δεδομένα από τη Νορβηγία και τη Σουηδία για το snus (καπνικά μασώμενα προϊόντα), το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως από τη δεκαετία του 1970. Αντίστοιχα, η κυρία Καϊτελίδου πρότεινε την εφαρμογή συστηματικών και τακτικών ενεργειών προαγωγής της υγείας, δεδομένου ότι οι ενημερωτικές εκστρατείες δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.